το ψαλίδι
1ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές …
2ψαλίδι — το 1. ψαλίδι. 2. μέρος του ζευκτού της στέγης. 3. φρ., «ψαλίδι πάει η γλώσσα της», φλυαρεί ακατάσχετα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ψαλίδι — ψαλίς a pair of scissors fem dat sg …
4ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… …
5μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …
6ψαλιδιά — η, Ν [ψαλίδι] 1. τομή που γίνεται με ψαλίδι 2. το ίχνος που αφήνει η κοπή τών μαλλιών με ψαλίδι σε περίπτωση κακής κόμμωσης 3. ναυτ. είδος κόμπου …
7πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… …
8ψαλιδάκι — το, Ν [ψαλίδι] υποκορ. μικρό ψαλίδι («ψαλιδάκι τών νυχιών») …
9ψαλιδίζω — Ν [ψαλίδι] 1. κόβω με ψαλίδι 2. μτφ. α) (σχετικά με χρηματικά ποσά) περικόπτω, ελαττώνω («πάλι ψαλίδισαν τους μισθούς») β) (σχετικά με γραπτά κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες) λογοκρίνω 3. φρ. «θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα» μτφ. (ως απειλή σε… …
10ψαλιδιστός — ή, ό, Ν [ψαλιδίζω] 1. κομμένος με ψαλίδι 2. αυτός που έχει ψαλιδιές ολόγυρα 3. μτφ. αυτός που μοιάζει να έχει κοπεί με ψαλίδι («η ουρά τών χελιδονιών είναι ψαλιδιστή»). επίρρ... ψαλιδιστά Ν με ψαλίδισμα …