το ψαλίδι

  • 41ψαλίδιον — τὸ, ΜΑ, και ψαλλίδιον Μ βλ. ψαλίδι …

    Dictionary of Greek

  • 42ψαλίζω — Α κόβω με ψαλίδα, ψαλιδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς ίδος με σημ. «ψαλίδι» (βλ. λ. ψαλίδα)] …

    Dictionary of Greek

  • 43ψαλίτης — ὁ, Α είδος εντόμου βλαβερού για τα κηπευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς «ψαλίδι» + επίθημα της* (πρβλ. πρεσβύ της)] …

    Dictionary of Greek

  • 44ψαλιδοειδής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει σχήμα ψαλιδιού αρχ. όμοιος με ψαλίδα, τοξοειδής, αψιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, ίδος / ψαλίδι + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 45ψαλιδόδεσμος — ο, Ν ναυτ. είδος κόμπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίδι + δεσμός] …

    Dictionary of Greek

  • 46ψαλιδόκωλος — ο, Ν μτφ. αυτός που φορεί σχιστό επίσημο ένδυμα, που φορεί φράκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίδι + κώλος] …

    Dictionary of Greek

  • 47ψαλιδόχορτο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίδα / ψαλίδι + χόρτο] …

    Dictionary of Greek

  • 48ψαλιστός — ή, όν, Α [ψαλίζω] αυτός που έχει κοπεί με ψαλίδι, ψαλιδιστός …

    Dictionary of Greek

  • 49ωτοκόπτης — ο, Ν ειδικό ψαλίδι με το οποίο κόβουν το άνω άκρο από τα αφτιά τών ζώων και, ιδίως, τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κόπτης (< κόβω), πρβλ. νυχο κόπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …

    Dictionary of Greek

  • 50Αναστασία — I Όνομα αγίων γυναικών τηςΑνατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. 1. Α. (και βασίλισσα). Ρωμαία ευγενής, η οποία μαζί με τη βασίλισσα επί Νέρωνα βοήθησε τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο στο έργο τους στη Ρώμη. Μετά τον θάνατο των… …

    Dictionary of Greek