το ψαλίδι
21διαψαλίζω — και διαψαλιδίζω (Α) κόβω με ψαλίδι, ψαλιδίζω …
22εντεροτόμος — ο ειδικό ψαλίδι που χρησιμεύει για διάνοιξη τού εντέρου κατά μήκος …
23κεροψάλιδο — το ειδικό ψαλίδι το οποίο χρησιμοποιείται για το κόψιμο τών άκρων τού φιτιλιού τών κεριών ή τών λυχναριών …
24κοπτορράπτης — ο, θηλ. κοπτορράπτρια και κοπτορραπτού 1. άτομο που έχει ως επάγγελμα το κόψιμο υφασμάτων για ράψιμο ενδυμάτων 2. ο ράπτης 3. είδος ραπτομηχανής βιομηχανικής χρήσης που είναι εξοπλισμένη με μηχανικό ψαλίδι για την κοπή και ταυτόχρονη επανωρραφή… …
25κοφτερός — ή, ό [κοφτός] 1. αυτός που κόβει καλά, αιχμηρός, οξύς («κοφτερό ψαλίδι») 2. το ουδ. ως ουσ. το κοφτερό καθετί που κόβει …
26κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …
27κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …
28μακάσι — το δοκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < < τουρκ. makas «ψαλίδι»] …
29μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …
30μπεκατσίνι — (capella gallinago). Πουλί της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Τυπικό των ελωδών ζωνών, το γένος capella (γαλλινούλη) είναι διαδεδομένο σε όλες τις ηπείρους, εκτός από την Αυστραλία. Το μ. είναι όμοιο με τη μπεκάτσα,… …