το χριστεπώνυμο πλήρωμα

  • 1χριστεπώνυμος — η, ο / χριστεπώνυμος, ον, ΝΜ εκκλ. αυτός που έχει την επωνυμία τού Ιησού Χριστού, χριστιανός («χριστεπώνυμο πλήρωμα» τα μέλη τής χριστιανικής εκκλησίας, το σύνολο τών χριστιανών). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ἐπώνυμος] …

    Dictionary of Greek