το φύτευμα
1φύτευμα — that which is planted neut nom/voc/acc sg …
2φύτευμα — (phyteuma). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών, της τάξης των συνάνδρων. Περιλαμβάνει γύρω στα 40 είδη πολυετών φυτών, που ανθίζουν στα ορεινά λιβάδια της Ευρώπης και της Ασίας. Έχουν ανθοταξίες ωοειδείς ή μακρόστενες,… …
3φύτευμ' — φύτευμα , φύτευμα that which is planted neut nom/voc/acc sg …
4φυτευμάτων — φύτευμα that which is planted neut gen pl …
5φυτεύμασι — φύτευμα that which is planted neut dat pl …
6φυτεύματα — φύτευμα that which is planted neut nom/voc/acc pl …
7Кольник — Соцветия кольника колосистого …
8αχείρωτος — ἀχείρωτος, ον (AM) [χειρώ] ανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητος αρχ. φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα» (για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου …
9γυναικοφυής — γυναικοφυής, ές (Α) αυτός που έχει γυναικεία φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + φυής < φυή «φύση, υπόσταση» ή, κατ άλλη άποψη, < φύος φύτευμα, γέννημα (Ησύχ.) (< φύομαι) (πρβλ. αυτοφυής, μεγαλοφυής)] …
10κατάθεση — η (AM κατάθεσις) [κατατίθημι] νεοελλ. 1. απόθεση, απίθωμα («κατάθεση θεμελίου λίθου») 2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό 3. το κατατεθειμένο ποσό 4. (λειτ.) πανηγυρική απόθεση ιερού λειψάνου ή ιερού αντικειμένου σε… …
- 1
- 2