το φαγητό

  • 91ακρόβραστον — ἀκρόβραστον, το (Μ) φαγητό λίγο βρασμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + βραστός] …

    Dictionary of Greek

  • 92αλίγωτος — η, ο [λιγώνω] 1. αυτός που δεν ποθεί ή δεν πόθησε κάτι μέχρι λιγομάρας 2. αυτός που δεν λιγώθηκε, δεν χόρτασε μέχρι λιποθυμίας (από φαγητό, πιοτό, γέλιο, έρωτα κ.λπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 93αλατίζω — (Α ἀλατίζω) πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό νεοελλ. 1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω 2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα 3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά 4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω… …

    Dictionary of Greek

  • 94αλατισιά — η 1. ποσότητα αλατιού αρκετή για το αλάτισμα ενός φαγητού 2. το μέρος όπου δίνουν στα γιδοπρόβατα αλάτι για φαγητό, η αλαταριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλάτιση < αλατίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 95αλειμματώνω — [άλειμμα] 1. καρυκεύω το φαγητό με λίπος 2. αλείφω ή λεκιάζω κάτι με λίπος 3. αλείφω 4. (για ζώα) παχαίνω …

    Dictionary of Greek

  • 96αλευρογαλιά — η φαγητό από αλεύρι και γάλα, που τρώγεται ως πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + γάλα] …

    Dictionary of Greek

  • 97αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 98αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… …

    Dictionary of Greek

  • 99αμβροσία — I Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις Υάδες, θυγατέρες του Άτλαντα και της Πληιόνης. Κατά την παράδοση, ανέθρεψε τον νεογέννητο Διόνυσο τρέφοντάς τον με μέλι, του οποίου ήταν η προσωποποίηση. Όταν ο βασιλιάς Λυκούργος καταδίωξε τον Διόνυσο και τον… …

    Dictionary of Greek

  • 100αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …

    Dictionary of Greek