το φαγητό

  • 81αειφαγία — η [αειφάγος] ακόρεστη επιθυμία για φαγητό, το να τρώγει κανείς ακατάπαυστα …

    Dictionary of Greek

  • 82αεροπότης — ο εκείνος που μαζί με το φαγητό του καταπίνει και αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + πότης < πο , ασθενής βαθμίδα θέματος (πρβλ. πε πο μαι, ἐ πό θην, πο τός) από ισχυρή βαθμίδα πω (πέ πω κα, πῶ θι) τού ρ. πίνω] …

    Dictionary of Greek

  • 83αθάρα — ἀθάρα, η μσν. τύπος τής αρχ. ελλ. λ. ἀθάρη, η οποία κατά τον Πλίνιο είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Η λ. απαντά ήδη στον Αριστοφάνη (βλ. Πλούτος, 673). Πρόκειται για το χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι και για τον πηχτό ζωμό, που παρασκευάζεται απ’… …

    Dictionary of Greek

  • 84αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …

    Dictionary of Greek

  • 85ακάπνιστος — η, ο (Α ἀκάπνιστος, ον) [καπνίζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς «τοίχος ακάπνιστος» 2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τόν έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός 3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 86ακένωτος — η, ο (Α ἀκένωτος, ον) [κενῶ] ο ανεξάντλητος «ἀκένωτος πηγὴ σοφίας», «ακένωτος θησαυρός» νεοελλ. ασερβίριστος (για φαγητό) που δεν αδειάστηκε στα πιάτα …

    Dictionary of Greek

  • 87ακαλόβραστος — η, ο [καλόβραστος] 1. (φαγητό) που δεν έβρασε αρκετά 2. αυτός που βράζει δύσκολα «ακαλόβραστα όσπρια» …

    Dictionary of Greek

  • 88ακοκκίνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν βάφηκε κόκκινος 2. αυτός που δεν κοκκίνησε από ντροπή, ο αναίσχυντος 3. (για φαγητό) αυτό που δεν περιέχει ντομάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κοκκινιστός < κοκκινίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 89ακολάτσιστος — η, ο [κολατσίζω] αυτός που δεν κολάτσισε, δεν έφαγε πρόχειρο φαγητό ή πρόγευμα …

    Dictionary of Greek

  • 90ακορία — (I) η (Α ἀκορία) νεοελλ. Ιατρ. έλλειψη κορεσμού, από παθολογική αύξηση τής όρεξης αρχ. 1. το να μην τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, εγκράτεια στο φαγητό 2. ανικανοποίητη, υπερβολική επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκορος η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική… …

    Dictionary of Greek