το φαγητό
71ήδυσμα — το (AM ἥδυσμα) [ηδύνω] καθετί που παρέχει γλυκύτητα, καθετί που κάνει το φαγητό νόστιμο, άρτυμα, καρύκευμα («παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ στόμα λαμβάνων», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. καθετί που παρέχει ευχαρίστηση, τέρψη («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ ὡς… …
72ήνυστρο — Το τέταρτο στομάχι των μηρυκαστικών, στο οποίο πραγματοποιείται η πέψη και δημιουργείται η πυτιά ή γαλιμίδι. Στους Ιππείς του Αριστοφάνη, το ή. αναφέρεται ως αγαπητό φαγητό των αρχαίων Αθηναίων. * * * το (Α ἤνυστρον) το τέταρτο στομάχι τών… …
73ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… …
74αίκλον — αἶκλον και ἄικλον, το (Α) το βραδινό φαγητό, το δείπνο στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ., πιθ. συγγενές με τη λ. αἰκάζει, «καλεί» τού Ησυχίου αμφίβολη είναι επίσης η σύνδεση τής λ. με το ρ. αἰκάλλω, «κολακεύω»] …
75αβγοκόβω — καρυκεύω, νοστιμεύω το φαγητό με αβγολέμονο …
76αγευστία — ἀγευστία, η [Μ] [ἄγευστος] αποχή από το φαγητό, νηστεία …
77αγκιναροκούκια — τα λαδερό φαγητό από φρέσκα κουκιά και αγκινάρες …
78αδείπνητος — η, ο [δειπνώ] αυτός που δεν δείπνησε, δεν πήρε βραδινό φαγητό …
79αδειλίνιστος — η, ο [δειλινίζω] αυτός που δεν έφαγε βραδινό φαγητό, ο αδείπνιστος …
80αειφάγος — ο αυτός που διαρκώς τρώγει, που κατέχεται από αδιάκοπη επιθυμία για φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεὶ + φάγος < θ. φαγ τού ἔφαγ ον, αόρ. β τού ρ. ἐσθίω] …