το φαγητό

  • 61Πυανέψια — Αττική γιορτή, που γινόταν την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιώνα προς τιμήν του Απόλλωνα. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από τη λέξη πύανος, δηλαδή κύαμος (κουκιά), γιατί εκείνη την ημέρα έτρωγαν ένα πιάτο κουκιά και άλλα λαχανικά, ενώ ένα μέρος… …

    Dictionary of Greek

  • 62άδαρτος — η, ο (Α ἄδαρτος, ον) αυτός που δεν δάρθηκε, αξυλοκόπητος, αχτύπητος νεοελλ. αυτός που δεν αναταράχτηκε, δεν χτυπήθηκε με κατάλληλο όργανο (λέγεται για το γάλα, που τό χτυπούν για να αφαιρεθεί το βούτυρό του, ή για τα αβγά, που επίσης τά χτυπούν… …

    Dictionary of Greek

  • 63άδειπνος — η, ο (Α ἄδειπνος, ον) [δεῑπνον] αυτός που δεν δείπνησε, που δεν έφαγε βραδινό φαγητό, ο αδείπνητος …

    Dictionary of Greek

  • 64άδορπος — ἄδορπος, ον (Α) [δόρπον] αυτός που δεν έφαγε, ο χωρίς φαγητό, ο νηστικός …

    Dictionary of Greek

  • 65άτσαλος — η, ο (Μ ἄτσαλος, η, ον) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. άπρεπος, άκοσμος 3. βρόμικος 4. κακοφτιαγμένος, δύσμορφος νεοελλ. αδέξιος μσν. 1. ακατάστατος ηθικά, επιλήψιμος 2. (για φαγητό) βαρύς, βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 66έδεσμα — το (AM ἔδεσμα) 1. φαγητό, τροφή 2. φαγώσιμα κυρίως ψημένα μσν. (στα μοναστήρια) προσφάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής σχηματισμός σε μα από το θ. τού αορ. ηδέσθην, παρακμ. εδήδεσμαι τού έδω*. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος *έδμα] …

    Dictionary of Greek

  • 67έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …

    Dictionary of Greek

  • 68έρευγμα — ἔρευγμα και ἔρυγμα, τὸ (Α) [ερεύγομαι (I)] 1. ερευγμός*, ρέψιμο, ιδίως για φαγητό που επιφέρει εμετό 2. στον πληθ. τὰ ἐρεύγματα τα πολυτελή εδέσματα (Γρηγ. Ναζ.) …

    Dictionary of Greek

  • 69έψεμα — ἕψεμα, τὸ (ΑΜ) [ἕψω] (μτγν. και μσν. τ. τού ἕψημα*) 1. έψημα, βρασμένο φαγητό 2. πολτός, χυλός μσν. στον πληθ. τὰ ἑψέματα λαχανικά κατάλληλα για μαγείρεμα …

    Dictionary of Greek

  • 70έψημα — το (ΑΜ ἕψημα) [ἕψω] μούστος που έβρασε ώσπου να μείνει το ένα τρίτο του, πετιμέζι αρχ. 1. βρασμένο φαγητό 2. στον πληθ. τὰ ἑψήματα α) χόρτα, λάχανα που τρώγονται μαγειρεμένα, βρασμένα β) παχύς ζωμός, χυλός που παρασκευάζεται με χόρτα ή φρούτα… …

    Dictionary of Greek