το φαγητό

  • 31κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 32κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …

    Dictionary of Greek

  • 33μίσσος — (I) μίσσος, ὁ (Μ) 1. πιάτο 2. φαγητό, έδεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. λατ. missus «παράθεση εδεσμάτων (< mitto «βάζω τραπέζι»)]. (II) μίσσος, τὸ (Μ) 1. πιάτο 2. φαγητό, τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ουσ. μίσσος με αλλαγή γένους] …

    Dictionary of Greek

  • 34μαγειρειά — και μαγερειά και μαγειριά και μαγεριά, η (AM μαγειρεία, Μ και μαγερία και μαγερεία) [μαγειρεύω] μαγείρευμα, μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. η ποσότητα τών τροφίμων που αρκεί για την παρασκευή ενός γεύματος («έχω ακόμη μια μαγερειά φασόλια») νεοελλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 35μαμαλίγκα — η 1. λαϊκό φαγητό τής Ρουμανίας και τής Βουλγαρίας που παρασκευάζεται από αραβοσιτάλευρο, νερό και χοιρινό λίπος 2. συνεκδ. χυλός, λειωμένο φαγητό, λειώμα 3. συνεκδ. τα πολύ μικρά ψάρια 4. μτφ. μικρά παιδιά, παιδομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ.… …

    Dictionary of Greek

  • 36νοστιμεύω — (Μ νοστιμεύω) [νόστιμος] 1. καθιστώ κάτι εύγευστο, νόστιμο («η ντομάτα νοστιμεύει το φαγητό») 2. (για έδεσμα) αποκτώ ευχάριστη γεύση, γίνομαι νόστιμος («το φαγητό νοστίμεψε με το βούτυρο που έβαλες») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι κομψό,… …

    Dictionary of Greek

  • 37ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… …

    Dictionary of Greek

  • 38πατσάς — Λέξη περσική, υποκοριστικό του πα (= ποδαράκι). Φαγητό που παρασκευάζεται από το στομάχι και τα πόδια προβάτου, γίδας, βοδιού ή χοίρου. Από παρερμηνεία π. λέγεται και το βραστό κρέας. Ο όρος π. συνηθίζεται στο αρσενικό, σε πολλές όμως περιοχές… …

    Dictionary of Greek

  • 39συσσίτιο — Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά …

    Dictionary of Greek

  • 40ταμπού — Απαγόρευση θρησκευτικού χαρακτήρα. Για την ευκολία της έκθεσης και όχι με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, θα κατατάξουμε τους συνηθέστερους τύπους τ. στις εξής κατηγορίες: χρονικά τ., τα οποία αναφέρονται σε ορισμένες χρονικές περιόδους κατά τις… …

    Dictionary of Greek