το φαγητό

  • 121βαρυστόμαχος — η, ο 1. αυτός που νιώθει συνήθως βαρυστομαχιά γιατί πάσχει από χρόνια δυσπεψία 2. (για φαγητό) αυτό που προκαλεί βαρυστομαχιά …

    Dictionary of Greek

  • 122βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …

    Dictionary of Greek

  • 123βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …

    Dictionary of Greek

  • 124βουθοίνης — βουθοίνης, ο (AM) (για τον Ηρακλή) εκείνος που μπορεί να φάει ένα ολόκληρο βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούς + θοίνη, η «συμπόσιο, τροφή, φαγητό»] …

    Dictionary of Greek

  • 125βρωτός — βρωτός, ή, όν (Α) 1. φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. το φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο < (θ.) βρω του ρ. βιβρώσκω*, που συνδέεται πιθ. με λιθ. girtas «μεθυσμένος» και με αρχ. ινδ. ġīrnά «καταβροχθισμένος»] …

    Dictionary of Greek

  • 126γάστρα — η (AM γάστρα, Α και γάστρη, η) 1. η γλάστρα 2. τα μέρη τού σκάφους που βρίσκονται κάτω από την ίσαλο γραμμή, η πλεούσα* νεοελλ. πήλινο ή σιδερένιο ημισφαιρικό σκεύος με το οποίο σκεπάζουν φαγητό για να ψηθεί πάνω στη θράκα αρχ. το εξογκωμένο… …

    Dictionary of Greek

  • 127γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 128γαΐτα — η 1. μικρό μονόξυλο 2. μικρό αλιευτικό ιστιοφόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς από το ιταλ. gavetta «είδος στρατιωτικής καραβάνας που χρησιμοποιούν οι ναύτες για φαγητό»] …

    Dictionary of Greek