το φαγητό

  • 111αρτυμή — η [αρτύνω] 1. άρτυμα, καρύκευμα 2. προσφάι 3. όποιο φαγητό δεν είναι νηστήσιμο …

    Dictionary of Greek

  • 112ασιτώ — ἀσιτῶ ( έω) (Α) [άσιτος] 1. δεν τρώω (γιατί δεν έχω τίποτε να φάω είτε γιατί νηστεύω) 2. δεν έχω όρεξη για φαγητό …

    Dictionary of Greek

  • 113αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …

    Dictionary of Greek

  • 114αστύλωτος — η, ο (Α ἀστύλωτος, ον) [στυλώ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στερεωθεί με στύλο ή στύλους («αστύλωτη κληματαριά») 2. εκείνος που δεν έχει στυλωθεί ή που δεν έχει τονωθεί με φαγητό ή ποτό αρχ. (για πλοίο) ανερμάτιστος …

    Dictionary of Greek

  • 115ασώδης — (I) ἀσώδης, ες (Α) [άση] 1. αυτός που αισθάνεται αηδία ή ναυτία από το υπερβολικό φαγητό, αυτός που έφαγε μέχρι κορεσμού 2. εκείνος που συνοδεύεται από ναυτία («ἀσώδης ὀδύνη»). (II) ἀσώδης, ες (Α) [άσις] λασπωμένος …

    Dictionary of Greek

  • 116ατάιστος — και ατάγιστος, η, ο 1. αυτός στον οποίο δεν δόθηκε φαγητό ή τροφή 2. αυτός που δεν δωροδοκήθηκε ή δεν εξαγοράστηκε …

    Dictionary of Greek

  • 117ατταγάς — ἀτταγᾱς και ἀτταγήν ( ῆνος), ο (Α) 1. ονομασία διαφόρων τύπων πέρδικας 2. η πέρδικα ως φαγητό ορεκτικό 3. Ἀτταγᾱς Θεσσαλός διαβόητος για τη φαυλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., που δημιουργήθηκε από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 118αφρολογώ — ( άω) 1. αφαιρώ τον αφρό από φαγητό που βράζει 2. βγάζω πολύ αφρό 3. αφρίζω από θυμό …

    Dictionary of Greek

  • 119αφρολόγος — ο τρυπητή κουτάλα με την οποία αφαιρούν τον αφρό από φαγητό που βράζει …

    Dictionary of Greek

  • 120αχνός — (I) ο 1. το πολύ ψιλό αλεύρι 2. το πολύ λεπτό λινό 3. η γύρη των λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άχνη, με επίδραση του αχνός (II) «ατμός»]. (II) ο 1. ατμός από φαγητό ή υγρό που βράζει 2. άχνα, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνός (II) προήλθε από το αρχ …

    Dictionary of Greek