το φαγητό

  • 101ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …

    Dictionary of Greek

  • 102αναλατιά — η [ανάλατος] 1. έλλειψη αλατιού σε φαγητό 2. έλλειψη νοστιμάδας ή χάρης στα λόγια, ανοησία, αηδία …

    Dictionary of Greek

  • 103αναλυγγιάζω — 1. κλαίω με λυγμούς 2. έχω δυσάρεστο αίσθημα στον οισοφάγο που προέρχεται από λιπαρό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λυγγιάζω < αρχ. λύγξ, γγός «λόξυγγας»] …

    Dictionary of Greek

  • 104ανορεκτικός — ή, ό αυτός που καταστέλλει, ελαττώνει την όρεξη για φαγητό …

    Dictionary of Greek

  • 105ανορεκτώ — ἀνορεκτῶ ( έω) (Α) δεν έχω όρεξη για φαγητό …

    Dictionary of Greek

  • 106ανορεξία — και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία) επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό νεοελλ. 1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά 2. «νευρική ανορεξία» συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική… …

    Dictionary of Greek

  • 107ανόρεκτος — κ. ανόρεχτος, η, ο (Α ἀνόρεκτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό 2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος νεοελλ. (Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξία αρχ. (με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος …

    Dictionary of Greek

  • 108απεριτίφ — το ποτό (ούζο, μαστίχα, ουίσκι κ.λπ.) που προσφέρεται πριν από το φαγητό για ορεκτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. aperitif «αυτός που διεγείρει, που ανοίγει την όρεξη» < (μσν. γαλλ.) aperitivus, μεταπλασμένος τ. < λατ. aperio «ανοίγω»] …

    Dictionary of Greek

  • 109αποτρώγω — κ. τρώω (AM ἀποτρώγω) αποτελειώνω το φαγητό μου αρχ. 1. κόβω με τα δόντια, ροκανίζω 2. τρώγω αργά 3. κατατρώγω, σπαταλώ 4. διανοίγω 5. φρ. «ἀποτρώγω τὸ ἀπορηθέν» εξετάζω επιπόλαια την απορία χωρίς να εμβαθύνω στην ουσία της υπόθεσης …

    Dictionary of Greek

  • 110απόγευμα — κ. γεμα κ. γιομα, το (AM ἀπόγευμα) [γεύμα] το χρονικό διάστημα από το μεσημεριανό φαγητό (γεύμα) ως το βράδυ, απομεσήμερο …

    Dictionary of Greek