το ταχυδρομείο
41αταχυδρόμητος — αταχυδρόμητος, η, ο και αταχυδρόμιστος, η, ο αυτός που δεν ταχυδρομήθηκε, που δεν παραδόθηκε στο ταχυδρομείο για αποστολή: Η επιστολή αυτή δεν έπρεπε να μείνει αταχυδρόμητη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
42εμβάζω — έμβασα, μτβ. στέλνω χρήματα με επιταγή: Θα σου εμβάσω με το ταχυδρομείο το ενοίκιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
43ποστρεστάν — (λ. γαλλ.), ένδειξη πάνω σε επιστολή ή δέμα, που σημαίνει να μείνει στο ταχυδρομείο, απ όπου θα ζητηθεί από τον παραλήπτη: Σου έστειλα το δέμα ποστρεστάν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
44πόστα — η (λ. ιταλ.) 1. ταχυδρομείο. 2. βραδυκίνητος σιδηροδρομικός συρμός. 3. επιτίμηση, επίπληξη, αλλ. κατσάδα: Κάτι πήγε να πει, αλλά του έβαλα πόστα κι έφυγε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
45ταχυδρομώ — ταχυδρόμησα, ταχυδρομήθηκα, και ταχυδρομίζω ταχυδρόμισα, στέλνω κάτι με το ταχυδρομείο, ρίχνω επιστολή στο γραμματοκιβώτιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
46ταχυδρόμηση — ταχυδρόμηση, η και ταχυδρόμιση, η η αποστολή αντικειμένων με το ταχυδρομείο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
47χρηματόδεμα — το, ατος σφραγισμένο δέμα που περιέχει χρήματα για να αποσταλούν με το ταχυδρομείο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)