το τακούνι
1τακούνι — και ντακούνι, το, Ν το ψηλότερο και πίσω μέρος τής σόλας τών παπουτσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. taccone] …
2τακούνι — το (λ. ιταλ.), το ψηλό πίσω μέρος των παπουτσιών όπου πατά η φτέρνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …
4τακουνάκι — το, Ν υποκορ. 1. μικρό τακούνι, χαμηλό ή ψιλό τακούνι 2. (ιδιωμ.) μτφ. ιδιαίτερος τρόπος λακτίσματος τής μπάλας στο ποδόσφαιρο, με το πίσω μέρος τού άρβυλου …
5τακουνιά — η, Ν χτύπημα με τακούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τακούνι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …
6γόβα — η γυναικείο υπόδημα, ανοιχτό επάνω ώστε να καλύπτει μόνο το μετατάρσιο, με τακούνι, χωρίς κορδόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) goba] …
7ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …
8μοκασίνι — το είδος υποδήματος χωρίς τακούνι που έχει μαλακό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < moccasin, λ. αλγκονκικής προέλευσης (τών Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής)] …
9πασούμι — το 1. (στο παρελθόν) είδος γυναικείου υποδήματος 2. γυναικεία παντόφλα με τακούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τον τ. πασουμάκι, που νομίστηκε υποκοριστικό (πρβλ. τσαρδάκι > τσαρδί)] …
10πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …