το ρετάλι

  • 1ρετάλι — και ρετάλιο, το, Ν 1. το τελευταίο υπόλοιπο από τόπι υφάσματος που πουλιέται σε τιμή φθηνότερη από την τρέχουσα 2. μτφ. άνθρωπος ανάξιος, τιποτένιος («κάτι ρετάλια παριστάνουν τους σπουδαίους») 3. φρ. «τόν έκανε ρετάλι» τόν καταντρόπιασε. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 2ρετάλι — το (λ. ιταλ.), υπόλοιπο από τόπι υφάσματος: Τα ρετάλια πουλιούνται φτηνότερα από τα μεγάλα κομμάτια υφάσματος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… …

    Dictionary of Greek