το ρεπανάκι
1ρεπανάκι — και ραπανάκι, το, Ν [ρεπάνι / ραπάνι] 1. (υποκορ. τ.) το ρεπάνι 2. φρ. «πετάχθηκε σαν το ρεπανάκι» φέρθηκε με προπέτεια, πετάχθηκε να μιλήσει άκαιρα 3. παροιμ. φρ. «ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ρεπανάκια για την όρεξη» λέγεται για κάποιον που έχει… …
2ραπανάκι — το, Ν βλ. ρεπανάκι …
3ραφάνιον — τὸ, Α [ῥάφανος] μικρή ραφανίδα, ρεπανάκι …
4ραφανίδιον — τὸ, Α [ῥαφανίς, ίδος] μικρή ῥαφανίδα, μικρό ρεπανάκι …
5ρεπάνι — και ραπάνι, το / ῥαπάνιον, ΝΜΑ, και ῥεπάνιν Μ βοτ. κοινή, σήμερα, ονομασία τού μονοετούς ή διετούς φυτού Raphanus sativus τού γένους ράφανος, τής οικογένειας βρασσικίδες, το οποίο καλλιεργείται για τη σαρκώδη εδώδιμη ρίζα του, αλλ. ρεπανάκι.… …