το προτέρημα
1προτέρημα — advantage neut nom/voc/acc sg …
2προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… …
3προτέρημα — το, ατος προσόν, πλεονέκτημα φυσικό ή αποκτημένο, αρετή (αντίθ ελάττωμα): Το σύνολο των προτερημάτων και των ελαττωμάτων του ατόμου προσδιορίζουν το χαρακτήρα του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4προτερημάτων — προτέρημα advantage neut gen pl …
5προτερήμασι — προτέρημα advantage neut dat pl …
6προτερήμασιν — προτέρημα advantage neut dat pl …
7προτερήματα — προτέρημα advantage neut nom/voc/acc pl …
8προτερήματι — προτέρημα advantage neut dat sg …
9προτερήματος — προτέρημα advantage neut gen sg …
10почесть — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. 1) (γέρας) почетная мзда, на града, дар; (ἐπινίκιον),… …