το περιοδικό

  • 61αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… …

    Dictionary of Greek

  • 62γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …

    Dictionary of Greek

  • 63δημοσίευμα — Ό,τι δημοσιεύεται σε περιοδικό ή εφημερίδα, σε αντίθεση με τη δημοσίευση σε βιβλίο. Το ρήμα δημοσιεύω, εξάλλου, σημαίνει την ενέργεια της δημόσιας ανακοίνωσης κάποιου γεγονότος, είτε μέσω του Τύπου είτε με τοιχοκόλληση κλπ. Το ρήμα σημαίνει,… …

    Dictionary of Greek

  • 64ελληνισμός — Τίτλος διαφόρων περιοδικών. Από τα πιο αξιόλογα ήταν δύο εβδομαδιαία περιοδικά της Αλεξάνδρειας, το πρώτο του 1889 και το δεύτερο του 1942, με εκδότες αντίστοιχα τους Ευστράτιο Ρούπα και Σωκράτη Λαγουδάκη. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε και… …

    Dictionary of Greek

  • 65εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …

    Dictionary of Greek

  • 66ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… …

    Dictionary of Greek

  • 67θερμοπύλες — I Στενό πέρασμα (στενωπός) μεταξύ του Μαλιακού κόλπου και του Καλλίδρομου, που η στρατηγική του θέση έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Το τοπίο σήμερα έχει αλλοιωθεί με τις προσχώσεις των ποταμών, κυρίως του Σπερχειού, και… …

    Dictionary of Greek

  • 68θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… …

    Dictionary of Greek

  • 69καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… …

    Dictionary of Greek

  • 70καλλιόπη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν η πρώτη από τις εννέα Μούσες (βλ. λ.), κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μητέρα του Ορφέα και του Λίνου. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν προστάτιδα της ποίησης, ιδιαίτερα της επικής. Μνημονεύεται από τον Ησίοδο ως η… …

    Dictionary of Greek