το παράρτημα

  • 51Καλούγκα — (Kaluga).Πόλη (339.300 κάτ. το 2000) της Δημοκρατίας της Ρωσίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (29.900 τ. χλμ., 1.081.200 κάτ.). Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Όκα και διαθέτει ένα μεγάλο και πολυσύχναστο ποτάμιο λιμάνι. Στην πόλη …

    Dictionary of Greek

  • 52Καραντώνης, Ανδρέας — (Άνδρος 1910 – 1982). Λογοτέχνης. Φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην κριτική. Αρχικά εργάστηκε στο λογοτεχνικό παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας (1927 29), όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 53Κιριμπάτι — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κιριμπάτι Έκταση: 811 τ. χλμ. Πληθυσμός: 96.335 (2002) Πρωτεύουσα: Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Η βρετανική αποικία των νησιών Γκίλμπερτ, όπως ονομαζόταν κατά την αποικιακή περίοδο,… …

    Dictionary of Greek

  • 54Κισανγκάνι — (Kisangani). Πόλη (523.000 κάτ. το 2003) της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και πρωτεύουσα της Ανατολικής επαρχίας (503.239 τ. χλμ., 6.955.400 κάτ.). Μέχρι το 1966 ονομαζόταν Στανλεϊβίλ, προς τιμήν του μεγάλου εξερευνητή Στάνλεϊ, ο οποίος είχε… …

    Dictionary of Greek

  • 55Κονσιερζερί — (Conciergerie). Παλαιά φυλακή του Παρισιού, γνωστή από την ιστορία της Γαλλικής επανάστασης. Βρίσκεται στο ισόγειο του δικαστικού μεγάρου του Παρισιού, του οποίου αποτελεί παράρτημα, ακριβώς πάνω στην αυλή των ανακτόρων των πρώτων βασιλέων.… …

    Dictionary of Greek

  • 56Κουκ, νησιά — (Cook Islands). Αρχιπέλαγος (236,7 τ. χλμ., 17.800 κάτ. το 2002) του κεντρικού Ειρηνικού ωκεανού στην Πολυνησία με πλήρη αυτονομία και ελεύθερη σύνδεση με τη Νέα Ζηλανδία. Πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη είναι η Αβαρούα, στο νησί Ραροτόνγκα.… …

    Dictionary of Greek

  • 57Κωττούνιος, Ιωάννης — (Βέροια 1572 – Πάντοβα 1657). Λόγιος, φιλόσοφος και ιδρυτής του Κωττουνιανού Ελληνομουσείου της Πάντοβα. Ήταν γιος του Δημήτριου Κωττούνιου, ο οποίος καταγόταν από τα Κύθηρα, αλλά είχε κρητικές ρίζες. Οι πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια της ζωής… …

    Dictionary of Greek

  • 58κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… …

    Dictionary of Greek

  • 59Μαουτχάουζεν — (Mauthausen). Ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Βρισκόταν κοντά στην ομώνυμη κωμόπολη της Άνω Αυστρίας. στην αριστερή όχθη του Δούναβη και σε απόσταση 30 χλμ. Α του Λιντς. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατούμενων άρχισε να λειτουργεί τον… …

    Dictionary of Greek

  • 60Μηθύμνης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα την Καλλονή Λέσβου. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 37 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 29 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις… …

    Dictionary of Greek