το παράρτημα
21λιθογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογράφο ή στη λιθογραφία («λιθογραφικός ασβεστόλιθος») 2. το θηλ. ως ουσ. η λιθογραφική η τέχνη τού λιθογράφου, η λιθογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithographique < lithographie (βλ.… …
22μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …
23οικίσκος — ο (ΑΜ οἰκίσκος) [οίκος] (υποκορ. τού οίκος) μικρό σε μέγεθος σπίτι, μικρό οίκημα, σπιτάκι νεοελλ. ανεξάρτητο κτίσμα, παράρτημα μεγάλης οικοδομής, παράσπιτο («οικίσκος κηπουρού») αρχ. 1. μικρό δωμάτιο, θάλαμος 2. κλουβί στο οποίο εκτρέφονται ζώα 3 …
24παράθεμα — το ΝΜΑ [παρατίθημι] νεοελλ. 1. απόσπασμα από συγγραφικό έργο που παρατίθεται αυτούσιο στον γραπτό λόγο για διασάφηση κάποιας έννοιας 2. μουσ. σύνθεση που συνδυάζει αριθμό γνωστών μελωδιών είτε ταυτόχρονα είτε, σπανιότερα, διαδοχικά, για την… …
25παραθήκη — ἡ, ΜΑ [παρατίθημι] παρακαταθήκη αρχ. 1. καθετί που τοποθετείται κοντά σε κάτι άλλο, προσθήκη, παράρτημα 2. ενέχυρο 3. καθετί εμπεπιστευμένο σε άλλον 4. η πίστη τών χριστιανών («τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ) 5. (για πρόσ.)… …
26παρακλάδι — το / παρακλάδιον, ΝΜ νεοελλ. 1. μικρό κλαδί που ξεφυτρώνει από τις μασχάλες τών φύλλων, παραφυάδα, παραβλάστημα, παραβλάσταρο 2. μτφ. καθετί που αποσχίζεται από ένα σύνολο ή από μια ενότητα και αποτελεί ξεχωριστό τμήμα με σχετική ή απόλυτη… …
27παρακολούθημα — το, ΝΑ [παρακολουθώ] ό,τι συμβαίνει συγχρόνως ή αμέσως μετά από ένα γεγονός ως συνέπειά του, επακολούθημα, επακόλουθο νεοελλ. εξάρτημα αρχ. 1. παραπροϊόν 2. παράρτημα …
28παρεμπόρευμα — εύματος, το, ΝΑ [παρεμπορεύομαι] νεοελλ. ναυτ. μικρής ποσότητας και αξίας εμπόρευμα, το οποίο μεταφέρεται με τη φροντίδα αξιωματικών ή ανδρών τού πληρώματος, χωρίς να καταβληθεί ναύλος ή να γίνει σχετική εγγραφή και το οποίο αποτελεί πηγή άδηλων… …
29περικέλλιον — τὸ, Α πιθ. οικίσκος σε αυλή κύριας οικίας, παράρτημα οικοδομής («πέμπτον μέρος οἰκίας καὶ αὐλῆς και περικελλίου», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κελλίον «θάλαμος, δωμάτιο»] …
30ποδόχι — το, Ν παράρτημα τού ληνού σε χαμηλότερο ύψος, όπου συγκεντρώνεται ο μούστος που ρέει από το πατητήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὑποδόχι ον, υποκορ. τού ὑπόδοχον «δοχείο, δεξαμενή» με σίγηση τού αρκτικού άτονου υ ] …