το ορυκτό

  • 91ιριδόσμιο — Ορυκτό, κράμα οσμίου (17 48%) και ιριδίου (49%) με προσμείξεις ροδίου, λευκόχρυσου και ρουδινίου. Έχει χρώμα λευκό και σκληρότητα 7 στην κλίμακα MOS. Ανήκει στην ομάδα του λευκόχρυσου, κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα σχηματίζοντας ρομβόεδρα… …

    Dictionary of Greek

  • 92κεροστίλβη — Ορυκτό, πυριτικό άλας αργιλίου, ασβεστίου, σιδήρου και μαγνησίου. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και ανήκει στην ομάδα των αμφιβόλων. Σχηματίζει μακρόστενους πρισματικούς και ακανόνιστους κόκκους, συνήθως μικρού μεγέθους. Η ονομασία της… …

    Dictionary of Greek

  • 93κοβαλτίνης — Ορυκτό, θειοαρσενικούχο άλας κοβαλτίου. Ο χημικός του τύπος είναι COAsS και ανήκει στους περίπλοκους θειοαρσενίτες. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα και υπάρχει σε μορφή κυβικών κρυστάλλων ή και πιο περίπλοκων σχηματικών συνδυασμών. Το χρώμα του …

    Dictionary of Greek

  • 94μαγγανίτης — Ορυκτό υδροξείδιο του μαγγανίου με χημικό τύπο MnΟ (OH). Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα (αν και φαίνεται ότι είναι ορθορομβικός), είναι εύθραυστος και οι κρύσταλλοί του είναι πρισματικοί ψευδοορθορομβικοί με υπομεταλλική στιλπνότητα. Ο μ.… …

    Dictionary of Greek

  • 95μαγνητοπυρίτης — Ορυκτό που αποτελεί θειούχο ένωση του σίδηρου του τύπου FeS. Η ένωση αυτή είναι γνωστή και με την ονομασία πυροτίτης ή πυροτίνης και κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα. Έχει μεταλλική λάμψη και μπρουντζοκίτρινο χρώμα. Βρίσκεται σε φλοιώδη και… …

    Dictionary of Greek

  • 96μελανίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας σιδήρου και ασβεστίου, με κυάνιο και αργίλιο. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα. Ανήκει στην ομάδα των ασβεστοσιδηρούχων μαύρων γρανιτών. * * * ο (ορυκτ.) ασβεστοσιδηρούχος γρανάτης που περιέχει τιτάνιο και αποτελεί ποικιλία… …

    Dictionary of Greek

  • 97μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… …

    Dictionary of Greek

  • 98μοντμοριλλονίτης — Ορυκτό της ομάδας των πυροφυλλιτών, με κρυσταλλική δομή, που συγγενεύει με των μαρμαρυγιών. Ο χημικός του τύπος είναι (Al,Fe,Mg)4(OH)4Si8Ο20 και μέσα στον κρύσταλλο το αργίλιο (Al) βρίσκεται στο κέντρο ενός οκτάεδρου και μπορεί να αντικατασταθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 99συλβινίτης — Ορυκτό του καλίου (KCL). Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, συνήθως σε εξάεδρα. Μοιάζει πολύ με το αλάτι (NaCL), από το οποίο διακρίνεται από την πικρή γεύση του. Το χρώμα του, κανονικά άσπρο, μπορεί να γίνει κόκκινο ή γαλάζιο από την παρουσία… …

    Dictionary of Greek

  • 100χαβασίτης — Ορυκτό που ανήκει στην ομάδα των ζεολίθων, ένυδρο, πυριτικό ασβεσταργίλιο, με χημικό τύπο CaAl2Si 4O12.6H2O. Στη φύση απαντά σε ρομβοεδρικούς ημιεδρικούς κρυστάλλους του εξαγωνικού κρυσταλλικού συστήματος. Οι κρύσταλλοι είναι συνενωμένοι σε… …

    Dictionary of Greek