το ορυκτό

  • 81ησσονίτης — Ορυκτό, μέλος της ομάδας των πυριτικών ορυκτών και πετραδιών. Αποτελεί πορτοκαλοκάστανη ποικιλία του γροσσουλάριου γρανάτη με χημικό τύπο Ca3Al2(SiO4)3. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, δεν παρουσιάζει σχισμό και γι’ αυτό είναι κατάλληλος στην… …

    Dictionary of Greek

  • 82ιαροσίτης — Ορυκτό αποτελούμενο από κάλιο και σίδηρο, μαζί με θείο, οξυγόνο και υδρογόνο. Είναι μέλος της ομάδας των θειικών ορυκτών και έχει χημικό τύπο KFe3(SO4)2(ΟΗ)6. Ο ι. είναι διαδεδομένο ορυκτό. Κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, σχηματίζοντας… …

    Dictionary of Greek

  • 83ιλμενίτης — Ορυκτό του τιτανίου (τιτανικός σίδηρος) με χημικό τύπο Fe(ΤiΟ3).Συχνά περιέχει προσμείξεις οξειδίων του σιδήρου, του μαγγανίου και του μαγνησίου. Κρυσταλλώνεται στη ρομβοεδρική τάξη του τριγωνικού συστήματος. Έχει μαύρο χρώμα, με μεταλλική λάμψη …

    Dictionary of Greek

  • 84καϊνίτης ή καινίτης — Ορυκτό της ομάδας των σύμπλοκων θειούχων με χημικό τύπο KClMg(SO4).3H2O. Η ονομασία του προέρχεται από την ελληνική λέξη καινός, δηλαδή νέος. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και σχηματίζει συνήθως πυκνές κοκκώδεις μάζες και σπανιότερα… …

    Dictionary of Greek

  • 85μοργκανίτης — Ορυκτό του βηρυλλίου με χημικό τύπο Be3Al2Si6O18. Ανήκει στην ομάδα των πυριτικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα σχηματίζοντας πλακοειδείς πρισματικούς κρυστάλλους. Ο μ. απαντάται σε όλες τις αποχρώσεις του ροζ, μοβ και ρόδινου… …

    Dictionary of Greek

  • 86οπάλιο — Ορυκτό από πυρίτιο (SiO2) και έναν αριθμό μορίων ύδατος που ποικίλλει απ 1 21% του βάρους του ορυκτού· στερείται κρυσταλλικής δομής, είναι δηλαδή άμορφο. Προέρχεται από την αποξήρανση διαλυμάτων πυρίτιου και σχηματίζει αποθέματα επίθεσης. Όταν… …

    Dictionary of Greek

  • 87ουραροβίτης — Ορυκτό της ομάδας των γρανατών, Ca3Cr2(SiO4)3, με χαρακτηριστικό πράσινο σμαράγδινο χρώμα. Απαντά συνήθως με τη μορφή ομάδων μικρών κρυστάλλων σε κοινή βάση, που βρίσκονται στις ρωγμώσεις μέσα στα χρωμιούχα μεταλλεύματα. Το ορυκτό αυτό σπανίζει.… …

    Dictionary of Greek

  • 88χλωραμμώνιο — Ορυκτό με χημικό τύπο (NH4Cl), γνωστό και με τον χαρακτηρισμό χλωριούχο αμμώνιο. Απαντά στη φύση σε σπάνιους μικρούς κρυστάλλους του κυβικού κρυσταλλικού συστήματος ή και σε σταλακτιτικά ινώδη, βοτρυώδη καιεπιφλοιωματώδη συσσωματώματα. Είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 89διαμάντι — Ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα κρυσταλλωμένο στο κυβικό ή μονομετρικό σύστημα. Στην καθαρή του μορφή είναι άχρωμο. Η τυχαία παρουσία ξένων ουσιών τού προσδίδει ελαφρές ή έντονες αποχρώσεις, οι οποίες ελαττώνουν ή αυξάνουν την… …

    Dictionary of Greek

  • 90ευδιάλυτος — Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα σιδήρου, ζιρκονίου και ασβεστίου. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει ερυθρούς διαφανείς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 2,90 3,01. Βρίσκεται σε δύο… …

    Dictionary of Greek