το ορυκτό

  • 61ουρανίτης — Ορυκτό του ουρανίου. Χημικά είναι ένα οξείδιο (UO2), που κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα σχηματίζοντας συμπαγείς μάζες (στιφρά συσσωματώματα), σπανιότερα οκτάεδρα. Ο ο. αποτελεί μια ποικιλία του ουρανινίτη (πισσουρανίτης, ουρανοπισσίτης). Έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 62περίκλαστο — Ορυκτό που αποτελείται από φυσικό οξείδιο του μαγνησίου (MgO) με ευκαιριακές προσμείξεις FeO, ΜηΟ και ΖηΟ. Η κρυσταλλική δομή του μοιάζει με εκείνη των πετρωματωδών αλάτων και το χρώμα του είναι γκριζόασπρο, κίτρινο, σκοτεινό πράσινο ή μαύρο.… …

    Dictionary of Greek

  • 63σμαλτίτης — Ορυκτό, αρσενικούχο κοβάλτιο με χημικό τύπο COAs2. Κρυσταλλώνεται κατά το κυβικό σύστημα και χρησιμοποιείται για το χρωματισμό της πορσελάνης, του γυαλιού και των σμάλτων. Δείγμα σμαλτίτη. * * * ο, Ν (ορυκτ.) αρσενικούχο ορυκτό τού κοβαλτίου το… …

    Dictionary of Greek

  • 64σμιθσονίτης — Ορυκτό του ψευδάργυρου (ZnCO3), ένα από τα σημαντικότερα για την εξαγωγή του μετάλλου αυτού. Είναι ισόμορφο με τον ασβεστίτη, κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, αλλά σπάνια παρουσιάζει καλά διαμορφωμένους κρυστάλλους, και εμφανίζεται συνήθως… …

    Dictionary of Greek

  • 65σμύριδα — Ορυκτό που περιέχει κρυστάλλους αλουμίνας, μεγάλης σκληρότητας και χρησιμοποιείται ως λειαντικό. Βασικό συστατικό της σ. είναι το κορούνδιο. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, με τη μορφή σκόνης για τη λείανση μαρμάρων, αν υγρανθεί με νερό, και για… …

    Dictionary of Greek

  • 66σποδόχρουν — Ορυκτό της ομάδας των πυρο ξένων, του οποίου ο χημικός τύπος είναι LiAl Si2O2 Λέγεται και τριφανής. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, έχει σκληρότητα 6,5 7, ειδικό βάρος 3,1 3,2 και λάμψη γυάλινη. Εμφανίζεται σε διάφορες αποχρώσεις και… …

    Dictionary of Greek

  • 67φορστερίτης — Ορυκτό, πυριτικό άλας του μαγνησίου, με τον χημικό τύπο Mg 2SiO4 του ρομβικού συστήματος. Ανήκει στην ομάδα του ολιβίνου. Είναι άχρωμος, λευκός, πράσινος, υποκίτρινος και καφετής και απαντά σε μικρούς κρυστάλλους και σε κόκκους. * * * ο, Ν 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 68φωσγενίτης — Ορυκτό με χημική σύνθεση Pb2Cl2CO3 (ανθρακικός χλωριούχος μόλυβδος). Ανήκει στο τετραγωνικό σύστημα κρυστάλλωσης. Έχει σκληρότητα 2,5 3, ειδικό βάρος 6,0 6,3 και κίτρινο ή πράσινο χρώμα. * * * ο, Ν (ορυκτ.) χλωρανθρακικό ορυκτό τού μολύβδου, το… …

    Dictionary of Greek

  • 69χαλαζίας — Ορυκτό πολύ διαδεδομένο στη φύση, που αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), κύριο συστατικό των περισσότερων εκρηξιγενών, ιζηματογενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων (κυρίως χαλαζιτών, ψαμμιτών, γρανιτών, γνευσίων, φυλλιτών κλπ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 70χαλκηδόνιος — Ορυκτό, κρυπτοκρυσταλλοφυής παραλλαγή του χαλαζία. Παρουσιάζει διάφορες έγχρωμες ποικιλίες, που χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι: ερυθρός χ., καρνεόλιο, καστανόχρωμος χ., σάρδιο πράσινος, χρυσοπράσινο πράσινος ποικιλόστικτος,… …

    Dictionary of Greek