το ορυκτό

  • 121αραγονίτης — Ορυκτό που έχει την ίδια χημική σύνθεση με τον ασβεστίτη (CaCO3), αλλά κρυσταλλώνεται σε διαφορετικό κρυσταλλικό σύστημα, το ρομβικό. To φαινόμενο αυτό λέγεται πολυμορφισμός. Στην καθαρή του μορφή είναι άχρωμος και παρουσιάζεται σε συσσωματώματα… …

    Dictionary of Greek

  • 122αφανησίτης — Ορυκτό του μονοκλινούς κρυσταλλικού συστήματος. Συνηθέστερα συναντάται στα νεφροειδή ή ραβδοειδή κρυσταλλικά συσσωματώματα. Έχει τη λάμψη γυαλιού και χρώμα εξωτερικά κυανοπράσινο και εσωτερικά πράσινο. Η χημική σύστασή του είναι αρσενικός χαλκός… …

    Dictionary of Greek

  • 123βαγνερίτης — Ορυκτό, φθοριούχο φωσφορικό μαγνήσιο του χημικού τύπου Mg2PFO4. Το φθόριο μπορεί να αντικατασταθεί με τη ρίζα του υδροξυλίου (OH ). Σχηματίζει κρυστάλλους στο μονοκλινές σύστημα. Είναι διαφανής, με έντονη στιλπνότητα και έχει χρώμα ερυθροκίτρινο …

    Dictionary of Greek

  • 124βαδελεΐτης — Ορυκτό, με μορφή κρυστάλλων του μονοκλινούς κρυσταλλικού συστήματος. Οι κρύσταλλοι του β. έχουν σχήμα τραπεζοειδές και μέγεθος 5 χιλιοστά. Το χρώμα του είναι κίτρινο έως καστανόγκριζο ή μαύρο. Έχει σκληρότητα 6,5 βαθμούς και χημικά χαρακτηρίζεται …

    Dictionary of Greek

  • 125βάδιο — Ορυκτό, μείγμα κυρίως υπεροξειδίου του μαγγανίου (MnO2), υποξειδίου του μαγγανίου (MnO), και κρυσταλλικού νερού. Εμφανίζεται σε πολλές παραλλαγές, από τις οποίες κυριότερες μορφές είναι ο ασβολάνης και ο λαμπαδίτης. Το χρώμα του είναι καστανωπό,… …

    Dictionary of Greek

  • 126βαλεντινίτης — Ορυκτό, του χημικού τύπου οξειδίου του αντιμονίου (Sb2O3), όπου η εκατοστιαία σύσταση σε αντιμόνιο είναι 83%. Σχηματίζει κρυστάλλους από ρομβικό σύστημα. Εμφανίζεται με διαφορετικά χρώματα, από περίπου λευκό και διαφανές μέχρι πολύ σκούρο. Έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 127βαλλεΐτης — Ορυκτό, του οποίου η χημική σύσταση είναι πυριτικά άλατα του μαγνησίου και του ασβεστίου της μορφής (MgCa) SiO3. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και ανήκει στην ομάδα των αμφιβόλων …

    Dictionary of Greek

  • 128βιοτίτης — Ορυκτό του μονοκλινικού συστήματος, σε φυλλώδεις εξαγωνικούς ή ρομβοεδρικούς κρυστάλλους, της ομάδας των μαρμαρυγιών. Το χρώμα του ποικίλλει από βαθύ καστανό έως βαθύ μαύρο, γι’ αυτό και λέγεται μαύρη μίκα. Είναι συνηθισμένο συστατικό εκρηξιγενών …

    Dictionary of Greek