το ορυκτό

  • 111αλαβανδίνης — Ορυκτό που παρουσιάζεται σε κρυστάλλους του κυβικού συστήματος ήσεκοκκώδη συσσωματώματα. Είναι αδιαφανής, έχει σχήμα εξαεδρικό, σκληρότητα 3,5 βαθμών, ειδικό βάρος 3,9 4,0 και χρώμα χαλυβδόφαιο με λάμψη ημιμεταλλική. Πρόκειται για θειούχο… …

    Dictionary of Greek

  • 112αλλόκλαστο — Ορυκτό, που παρουσιάζεται σε κρυστάλλους του ρομβικού συστήματος και τις περισσότερες φορές σε ραβδοειδή συσσωματώματα. Έχει λάμψη μεταλλική, χρώμα χαλυβδόφαιο, σκληρότητα 4 5 και ειδ. βάρος 6,2 6,6. Πρόκειται για ένωση θείου, κοβαλτίου, σιδήρου …

    Dictionary of Greek

  • 113αλμανδίνης — Ορυκτό με βαθύ κόκκινο χρώμα, παραλλαγή του γρανίτη που βρίσκεται συχνά στα μεταμορφωσιγενή αλπικά πετρώματα και σπανιότερα σε εκρηξιγενή. Ο χημικός του τύπος είναι Fe3Al2(SiO4)3. Χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος και οι ωραιότεροι κρύσταλλοί… …

    Dictionary of Greek

  • 114αμαζονίτης — Ορυκτό γνωστό και με τα ονόματα αμαζόνιος ή αμαζόνων λίθος. Ο α. χαρακτηρίζεται από ωραίο πράσινο χρώμα, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται ως διακοσμητικός. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τo χρώμα του μπορεί να μεταπέσει ελαφρά προς το μπλε, άλλοτε πάλι… …

    Dictionary of Greek

  • 115ανδαλουσίτης — Ορυκτό που βρίσκεται συχνά στα μεταμορφωσιγενή πετρώματα, όπως σε αργιλικούς σχιστόλιθους. Είναι ορθοπυριτικό άλας του αργιλίου με ίδιο χημικό τύπο (Al2SiO5) με άλλα ορυκτά, όπως oκυανίτης και oσιλλιμανίτης, όμως δεν κρυσταλλώνεται στο ίδιο… …

    Dictionary of Greek

  • 116ανδεσίνης — Ορυκτό της σειράς των πλαγιοκλάστων αστρίων, ισόμορφη παράμειξη του αλβίτη και του ανορθίτη. Η περιεκτικότητά του σε ανορθίτη μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 30% και 50%. Είναι κύριο συστατικό πολλών εκρηξιγενών πετρωμάτων, ηφαιστειακών εκχύτων, όπως …

    Dictionary of Greek

  • 117ανδορίτης — Ορυκτό διπλό άλας θειαντιμονιούχου μολύβδου και θειαντιμονιούχου αργύρου, που οι κρύσταλλοί του ανήκουν στο ρομβικό κρυσταλλικό σύστημα. Έχει εξαιρετικά μεταλλική λάμψη και το χρώμα του είναι σκοτεινομολυβδόφαιο ή χαλυβδόφαιο έως μαύρο. Βρίσκεται …

    Dictionary of Greek

  • 118ανκερίτης — Ορυκτό σύνθετο ανθρακικό άλας του τύπου CaCO3 (Mg, Fe, Mn) CO3, που ανήκει στην ομάδα του δολομίτη. Κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, έχει χρώμα λευκό, σταχτί ή ροζ καστανό, σκληρότητα 3,5 και πυκνότητα 2,9 3,2 gr/cm3. Οι κρύσταλλοί του είναι …

    Dictionary of Greek

  • 119ανορθίτης — Ορυκτό, ανοιχτόχρωμο ή άχρωμο, πυριτικό άλας του ασβεστίου και του αργιλίου. Μαζί με τον αλβίτη αποτελούν τα καθαρά συστατικά της ισόμορφης παράμειξης των πλαγιοκλάστων. Βρίσκεται σε εντελώς εκρηξιγενή πετρώματα και στα αντίστοιχα… …

    Dictionary of Greek

  • 120ανυδρίτης — Ορυκτό άνυδρο θειικό ασβέστιο (CaSO4). Ανήκει στο ορθορρομβικό σύστημα και οι κρύσταλλοί του έχουν σχήμα παχιών πρισματικών πλακιδίων και καμιά φορά ψευτοκυβικό. Η σκληρότητά του στην ορυκτολογική κλίμακα είναι 3,5 και η πυκνότητά του 2,9 gr/cm3 …

    Dictionary of Greek