το ορυκτό

  • 101όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …

    Dictionary of Greek

  • 102αβαντουρίνης — Ορυκτό, παραλλαγή του χαλαζία. Το ερυθροκάστανο χρώμα του οφείλεται στα μικρά λέπια μαρμαρυγίου που περιέχει …

    Dictionary of Greek

  • 103αβαντουροειδής άστριος — Ορυκτό, παραλλαγή του αστρίου. H ερυθρίζουσα απόχρωσή του οφείλεται στα μικρά λέπια αιματίτη που περιέχει. Ονομάζεται επίσης ηλιόλιθος …

    Dictionary of Greek

  • 104αγγλεσίτης — Ορυκτό, θειικό άλας του μολύβδου. Βρίσκεται στη φύση σε κρυστάλλους ρομβικού σχήματος. Έχει σκληρότητα 3, ειδικό βάρος 6,3 και λάμψη αδαμαντοειδή προς στεατώδη. Είναι άλλοτε άχρωμος και διαυγής, άλλοτε θολωμένος ποικιλόχρωμος ή σκοτεινόχρωμος,… …

    Dictionary of Greek

  • 105αδελφορσίτης — Ορυκτό που οφείλει την ονομασία του στο μεταλλείο Έντελφορς της Σουηδίας, απ’ όπου εξορύσσεται. Είναι ποικιλία βολαστονίτη με λομοντίτη …

    Dictionary of Greek

  • 106αδουλαίος — Ορυκτό των εκρηξιγενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων και ειδικότερα των κρυσταλλικών σχιστόλιθων. Είναι παραλλαγή του ορθοκλάστου και παρουσιάζεται με τη μορφή μεγάλων διαυγών και άχρωμων κρυστάλλων. Ωραιότατοι κρύσταλλοι α. βρίσκονται στους… …

    Dictionary of Greek

  • 107αιμαφιμπρίτης — Ορυκτό που παρουσιάζεται σε ακτινωτά συσσωματώματα μικρών κρυστάλλων. Βρίσκεται στο Μοσγκρούμπε της νότιας Σουηδίας. Το χρώμα του είναι σύνθεση καστανού, φαιού και κόκκινου και η χημική του σύσταση περιέχει αρσενικό μαγγάνιο …

    Dictionary of Greek

  • 108αινιγματίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας. Έχει μαύρο χρώμα, λάμπει όπως το γυαλί και είναι σκληρό. Πετρώματα του είδους βρίσκονται στη Γροιλανδία και τη Νορβηγία …

    Dictionary of Greek

  • 109αισχυνίτης — Ορυκτό, που ανήκει στα τιτανικά και νιοβικά ορυκτά άλατα. Ο α. κρυσταλλώνεται σε κρύσταλλα του ρομβικού συστήματος. Έχει χρώμα μαύρο έως καστανόγκριζο και σκληρότητα 5ου έως 6ου βαθμού. Χαρακτηρίζεται και ως τινανιονιοβικό άλας θορίου, δημητρίου …

    Dictionary of Greek

  • 110ακμίτης — Ορυκτό της ομάδας των πυροξένων, παραλλαγή του αιγιρίνη. Βλ. λ. αιγιρίνης …

    Dictionary of Greek