το ορυκτό

  • 11γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …

    Dictionary of Greek

  • 12δωβρεελίτης — Ορυκτό, αποτελούμενο από θειούχο σίδηρο και θειούχο χρώμιο, με χημικό τύπο FeCr2S4. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, έχει μεταλλική λάμψη, μαύρο χρώμα και ειδικό βάρος 5,01. Είναι πολύ εύθραυστος και αποτελεί το μοναδικό ορυκτό του θειούχου… …

    Dictionary of Greek

  • 13ζωισίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του ασβεστίου και του αργιλίου, με χημική σύσταση Ca2Al3(SiΟ4)3(ΟΗ). Η βάση της δομής του είναι τα διπλά τετράεδρα των ριζών (SiO4) 4 και κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα σχηματίζοντας πρισματικούς κρυστάλλους. Έχει λάμψη… …

    Dictionary of Greek

  • 14καρνοτίτης — Ορυκτό, ένυδρο ουρανικό και βαναδικό άλας του καλίου, της ομάδας των ουρανιομαρμαρυγιών· η σύστασή του είναι K2(UO2)2(VO4)23Η2Ο. Η δομή του είναι σύνθετη και λεπιοειδής και σπάνια κρυσταλλώνεται. Συνήθως έχει τη μορφή κόκκων και σκόνης, με χρώμα… …

    Dictionary of Greek

  • 15κυπρίτης — Ορυκτό του χαλκού (Cu2O). Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα και οι πιο διαδεδομένες μορφές κρυστάλλων του είναι ο κύβος και το oκτάεδρο. Ο κ. αποτελεί σημαντική πηγή χαλκού ενώ, όταν αναπτύσσει τέλειους κρυστάλλους, έχει αξία ως ημιπολύτιμος… …

    Dictionary of Greek

  • 16λαβραδορίτης — Ορυκτό, γνωστό και με την ονομασία λαβραδόριο. Πρόκειται για αργιλοπυριτικό άλας ασβεστίου και νατρίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα των αστρίων και, ειδικότερα, στην ομάδα των πλαγιοκλάστων. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα σχηματίζοντας… …

    Dictionary of Greek

  • 17μαγνησίτης — Ορυκτό του μαγνησίου με χημικό τύπο MgCO3. Ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Ο μ. είναι σημαντική πηγή μαγνησίου και έχει πολλές βιομηχανικές χρήσεις και φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο μ. έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 18μαγνητίτης — Ορυκτό του σιδήρου με χημικό τύπο Fe3O4. Ανήκει στην ομάδα των σπινελίων και κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, με μορφή συνήθως οκταεδρική και ρομβοδωδεκαεδρική. Έχει αστραφτερό μαύρο χρώμα, έλκεται από τον μαγνήτη και παρουσιάζει μαγνητισμό,… …

    Dictionary of Greek

  • 19μαλαχίτης — Ορυκτό του χαλκού, με χημική σύσταση CuCO3·Cu(OΗ)2. Ο μ. ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών, κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και οι κρύσταλλοί του είναι σπάνιοι, λεπτοί, επιμήκεις πρισματικοί και συχνότερα βελονοειδείς. Σχηματίζει… …

    Dictionary of Greek

  • 20προυστίτης — Ορυκτό του αργύρου (Ag3 AsS3), που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, σε κρυστάλλους πρισματικούς, στηλοειδείς με ραβδώσεις ή και βελονοειδείς. Ισόμορφο του π. είναι ο πυραργυρίτης (Ag3SbS3), με τον οποίο συνήθως συνυπάρχει σε φλέβες… …

    Dictionary of Greek