το ξίφος
1ξίφος — sword neut nom/voc/acc sg …
2ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …
3ξίφος — το ους, αλλ. σπαθί: Έσυραν τα ξίφη τους κι άρχισαν τον αγώνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ξίφει — ξίφος sword neut nom/voc/acc dual (attic epic) ξίφεϊ , ξίφος sword neut dat sg (epic ionic) ξίφος sword neut dat sg …
5ξίφη — ξίφος sword neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξίφος sword neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
6σκίφη — ξίφος sword neut nom/voc/acc pl (attic epic doric aeolic) ξίφος sword neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκίφη fem nom/voc sg (attic epic ionic) σκίφος sword neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκίφος sword neut nom/voc/acc dual (doric… …
7ξιφέεσσι — ξίφος sword neut dat pl (epic) …
8ξιφέεσσιν — ξίφος sword neut dat pl (epic) …
9ξιφέων — ξίφος sword neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …
10ξιφῶν — ξίφος sword neut gen pl (attic epic doric) …