το νύχι
81τριγυρίστρα — η 1. γυναίκα που τριγυρίζει άσκοπα στους δρόμους ή σε σπίτια, σοκακού. 2. διαπυημένη φλεγμονή γύρω από το νύχι, καλαγκάθι, θεριάγκαθο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82φασκιώνω — φάσκιωσα, φασκιώθηκα, φασκιωμένος 1. περιτυλίγω βρέφος με φασκιά, το σπαργανώνω. 2. επιδένω, περιτυλίγω με επίδεσμο: Βγήκε το νύχι του και αυτός φάσκιωσε το δάχτυλό του. 3. περιδένω σπασμένο μέλος του σώματος με νάρθηκα, το καλαμώνω: Ύστερα από… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83αἰγώνυχι — αἰγώ̱νυχι , αἰγῶνυξ goat hoofed masc/fem dat sg …
84κρατερώνυχι — κρατερώ̱νυχι , κρατερῶνυξ strong hoofed masc/fem dat sg …
85μώνυχι — μώ̱νυχι , μῶνυξ with a single masc/fem dat sg …