το νύχι
71κορυδαλλίδες — Οικογένεια ωδικών εντομοφάγων πτηνών. Η πίσω επιφάνεια των μεταταρσίων των κ. καλύπτεται από κεράτινες φολίδες. Το μεγάλο δάχτυλό τους έχει μακρύ νύχι, που τα βοηθάει να περπατούν στο έδαφος. Τα πιο γνωστά είδη των κ. είναι ο κορυδαλλός, ο… …
72μηρυκαστικά — Θηλαστικά που αποτελούν τη σπουδαιότερη και πολυαριθμότερη υποτάξη της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Αν και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές μορφών και διαστάσεων, τα μ. έχουν κοινά προέχοντα χαρακτηριστικά, που αφορούν κυρίως το πεπτικό σύστημα… …
73Ο, ο — (αρχαία ελληνικά ου και μεταγενέστερα ο μικρόν). Το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό ajin (μάτι), το οποίο διαλεκτικά προφερόταν δη. Η παράσταση του σημιτικού ajin ήταν Ο και αυτό το σχήμα είχε γενικά, με… …
74σφήκες — Κεντροφόρα έντομα της οικογένειας των Σφηκίδων, της τάξης των υμενοπτέρων. Οι σ. έχουν διαστάσεις που ποικίλλουν από 1 έως 4 εκ.· το στοματικό τους όργανο είναι μασητικού και λειχητικού τύπου, με ισχυρές γνάθους και μακριά γλωσσίδα· τα μάτια… …
75καπλάνι — το (λ. τουρκ.), τίγρη, ανδρείος, αιμοβόρος σαν τίγρη, πολεμοχαρής: Καιτης απελπισιάς τ άυπνο καπλάνι για λίγο τ άγριο νύχι θ απαλύνει (Λ. Μαβίλης) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
76μονόχηλος — η, ο για ζώο που έχει μια χηλή, που το νύχι του δεν είναι σκισμένο στα δύο: Τα άλογα είναι μονόχηλα ζώα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
77νυχάκι — το 1. το μικρό νύχι. 2. είδος φυτού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
78νυχιά — η 1. γρατσούνισμα με το νύχι. 2. μτφ., μικρή ποσότητα: Μια νυχιά ζάχαρη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
79νυχιάζω — νύχιασα, γρατσουνίζω με το νύχι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
80οπλή — η το άκρο του ποδιού των μονώνυχων ζώων, αλλ. νύχι, το …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)