το νύχι

  • 61στόνυξ — υχος, ὁ, Α 1. οξύ άκρο βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», Ευρ.) 2. κοφτερό ψαλιδάκι για τα νύχια 3. στον πληθ. οἱ στόνυχες τα γαμψά, δυνατά νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.) 4. φρ. α) «Οἰταῑος στόνυξ» ο χαυλιόδοντας τού αγριογούρουνου… …

    Dictionary of Greek

  • 62συλόνυξ — υχος, ό, ἡ, Α (για ψαλίδι) αυτός που κόβει τα νύχια («στόνυχες συλόνυχες» ψαλίδια για τα νύχια, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον «λεία, λάφυρο» + ὄνυξ, υχος»νύχι»] …

    Dictionary of Greek

  • 63τρίχαλος — ον, Α (δωρ. τ.) αυτός που έχει τρεις κορυφές («κῡμα τρίχαλον» η τρικυμία, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χαλος, δωρ. τ. τού χηλός (< χηλή /χαλά «νύχι, προεξοχή»), πρβλ. δί χηλος / δί χαλος] …

    Dictionary of Greek

  • 64τριώνυχος — η, ο / τριώνυχος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρία νύχια αρχ. αυτός που έχει τρεις αιχμές («τριώνυχον δόρυ», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ώνυξ (< ὄνυξ, υχος «νυχι»), πρβλ. ἀμφ ῶνυξ. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 65υπονύχιος — α, ο, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από το νύχι («υπονύχιο αιμάτωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyponychial < ὑπ(ο) * + ὄνυξ, υχος + κατάλ. ιος] …

    Dictionary of Greek

  • 66φηλί — το, Ν (μόνον στη φρ.) «είναι φηλί κλειδί» είναι αχώριστοι φίλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί υποκορ. τής λ. θηλέα / θηλ(ε)ιά / φηλ(ε)ιά, η οποία, εκτός από την κύρια σημ. «βρόχος», μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει γενικά μια κοιλότητα μέσα στην …

    Dictionary of Greek

  • 67χαλκώνυξ — ώνυχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χάλκινα νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ῶνυξ (< ὄνυξ, υχος «νύχι»), πρβλ. γαμψ ῶνυξ. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 68γαμψόνυχες — Τα νύχια των αρπακτικών πτηνών και των σαρκοφάγων θηλαστικών (αιλουροειδών). Τα νύχια αυτά είναι ισχυρά, κυρτά, πεπλατυσμένα στις πλευρές, κοφτερά, κατάλληλα να πληγώνουν, να κατασπαράσσουν και να κρατούν γερά τη λεία. Οι γ. των αρπακτικών πτηνών …

    Dictionary of Greek

  • 69δουνάβιοι πολιτισμοί — Πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν από τη νεολιθική εποχή και βασίστηκαν κυρίως στην καλλιέργεια της εύφορης γης του λεκανοπέδιου του Δούναβη. Οι πολιτισμοί αυτοί αναπτύχθηκαν από τους εγχώριους πληθυσμούς που ζούσαν παλαιότερα από το κυνήγι ή ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 70ιγκουανόδους — (Iguanodon). Γένος δεινοσαύρων της τάξης των ορνιθισχίων. Ήταν ζώα μεγάλων διαστάσεων (μήκους περίπου 10 μ., ύψους 5 μ. και βάρους 4 5 τόνων). Είχαν ογκώδες κεφάλι, επίμηκες στο μπροστινό μέρος όπως και του αλόγου, με μεγάλες οφθαλμικές κόγχες.… …

    Dictionary of Greek