το νύχι

  • 51παρωνυχίδα — και παρανυχίδα, η / παρωνυχίς, ίδος, ΝΜΑ 1. μικρή ακίδα στην άκρη του νυχιού ή γύρω από το νύχι 2. ασήμαντο γεγονός, ασήμαντη, αμελητέα πλευρά ενός θέματος νεοελλ. το φυτό παρωνυχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωνυχίς (< ὄνυξ, υχος). Το ω τού τ …

    Dictionary of Greek

  • 52παρωνύχιο — το η ημικυκλική πτυχή τού δέρματος γύρω από κάθε νύχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωνύχιον (< όνυξ, υχος), πρβλ. ακρ ωνύχιον] …

    Dictionary of Greek

  • 53περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… …

    Dictionary of Greek

  • 54πιτυρίαση — Με το όνομα αυτό είναι γνωστές δερματοπάθειες διαφόρων αιτιολογιών, με κοινό χαρακτηριστικό τη λεπτή και διάχυτη απολέπιστη του δέρματος. Από τις πιο γνωστές είναι η ποικιλόχρους π. και η ροδόχρους π. του Ζιλμπέρ. Η πρώτη οφείλεται σε μύκητες που …

    Dictionary of Greek

  • 55πλήκτρο — Μέρος του μηχανισμού ορισμένων μουσικών οργάνων (πιάνο, κλαβεσέν, εκκλησιαστικό όργανο κλπ.), που, με την πίεση του δαχτύλου ή του ποδιού (οπότε λέγεται ποδόπληκτρο), κινεί ένα σύνολο μηχανικών συνδυασμών, με αποτέλεσμα την εκπομπή ήχων ορισμένο… …

    Dictionary of Greek

  • 56πολυώνυχος — ον, Α 1. (για πουλιά) αυτός που έχει πολλά νύχια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολυώνυχα τα θηλαστικά που έχουν διχοτομημένη οπλή, σε αντίθεση με όσα είναι μονώνυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ώνυχος (< ὄνυξ, υχος «νύχι»), πρβλ. μον ώνυχος. Το ω… …

    Dictionary of Greek

  • 57πράγκα — (Praga). Επώνυμο Ιταλών λογοτεχνών. 1. Αιμίλιος (1839 – 1875). Ποιητής. Έζησε στο Μιλάνο, όπου κυριάρχησε, για ένα διάστημα, στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της πόλης. Πολλοί τον εντάσσουν στους λεγόμενους καταραμένους ποιητές. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 58σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …

    Dictionary of Greek

  • 59σταφύλι — Ο καρπός του αμπελιού. Είναι σύνθετος βότρυς (τσαμπί) που οι ρόγες του είναι, ανάλογα με το είδος του αμπελιού, διαφόρων μεγεθών. Κάθε ρώγα περιβάλλεται από το υμένιο (πέτσα) και συνήθως έχει, στο κέντρο, μικρό κουκούτσι ή και κουκούτσια. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 60στρουθιόμορφα — Η πιο πολυάριθμη και πιο σύνθετη τάξη πουλιών, που περιλαμβάνει πάνω από 5000 είδη, συνήθως μικρά ή μέτρια. Το σχήμα του σώματος, το ράμφος, ο χρωματισμός του πτερώματος και το κελάδημα ποικίλλουν πολύ. Οι φτερούγες, πολύ αναπτυγμένες, έχουν 9 11 …

    Dictionary of Greek