το νύχι
41ξενυχιάζω — 1. βγάζω τα νύχια, ιδίως με βίαιο τρόπο 2. πατώ κάποιον στα δάχτυλα, ιδίως στα νύχια τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + νύχι] …
42ονυχικός — ή, ό [όνυχας (Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νύχι …
43ονυχογραφία — η. 1. χάραξη σχήματος με το νύχι 2. ιατρ. η μέτρηση τής πίεσης τών αιμοφόρων τριχοειδών τής τελικής φάλαγγας τών δακτύλων με ειδικό όργανο, τον ονυχογράφο …
44ονυχοειδής — ές (Α ὀνυχοειδής, ές) [όνυξ, υχος (Ι)] αυτός που μοιάζει με νύχι, που έχει σχήμα νυχιού νεοελλ. φρ. «ονυχοειδές οστό» ανατ. παλαιότερη ονομασία τού δακρυϊκού οστού. επίρρ... ονυχοειδώς με ονυχοειδές σχήμα …
45ονυχοφόρος — ο, θηλ. και α (Α ὀνυχοφόρος, ον) αυτός που φέρει, που έχει νύχια νεοελλ. 1. ζωολ. (για θηλαστικά) αυτός που φέρει νύχια ή γαμψώνυχες, σε αντιδιαστολή προς τον οπληφόρο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ονυχοφόρα ζωολ. ομοταξία ή φύλο προαρθροπόδων με …
46ονυχοφύλλωμα — το το φύλλωμα τών νυχιών, δηλ. τα ελάσματα που βρίσκονται στην εσωτερική επιφάνεια τής οπλής τών ζώων και χρησιμεύουν για τη σύνδεση τού τοιχώματος τού νυχιού με τα σαρκώδη τμήματα που βρίσκονται κάτω από το νύχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, υχος +… …
47ονυχόφυμα — το παραμόρφωση και σχηματισμός τυλώματος, δηλ. σκληρού εξογκώματος, στο νύχι, που οφείλεται σε φλεγμονή τής μήτρας τού νυχιού …
48ονυχώ — ὀνυχῶ, όω (Α) [όνυξ, υχος (Ι)] δίνω σε κάτι το σχήμα τού νυχιού, κάνω κάτι να μοιάζει με νύχι ή με οπλή ζώου («ὀνύχωται» έχει δοθεί σχήμα οπλής ζώου, Σχόλ. στον Αριστοφ.) …
49ονύχιον — (I) ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, υχος (Ι)] 1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι 2. η χηλή τού χοίρου 3. πάθηση τού κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού 4. φρ. «σκόρδων… …
50πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… …