το νύχι

  • 31μπράγκα — (Braga). Πόλη (114.500 κάτ.) της Πορτογαλίας κοντά στο νομό Μίνιο. Είναι από τις σημαντικές εμπορικές και βιομηχανικές πόλης της Πορτογαλίας. Έχει βιομηχανίες κοσμημάτων, κλωστοϋφαντουργίας, ειδών κάνναβης, πυροβόλων όπλων και μαχαιριών. Η εύφορη …

    Dictionary of Greek

  • 32νυχάκι — το 1. μικρό και λεπτό νύχι 2. κοινή ονομασία είδους τού φυτού αστερίσκος και ειδών τού φυτού μελίλωτος 3. είδος σταφυλιού, αλλ. νυχάτο …

    Dictionary of Greek

  • 33νυχάρα — η μεγάλο νύχι …

    Dictionary of Greek

  • 34νυχάτος — η, ο [νύχι] 1. αυτός που έχει μακριά και γαμψά νύχια 2. το ουδ. ως ουσ. το νυχάτο είδος σταφυλιού, αλλ. αετονύχι ή νυχάκι …

    Dictionary of Greek

  • 35νυχοκουρεύω — (Μ) κόβω τα νύχια και τα μαλλιά κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι + κουρεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 36νυχοκόπτης — ο μικρό μεταλλικό εργαλείο για το κόψιμο τών νυχιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. χαρτο κόπτης] …

    Dictionary of Greek

  • 37νυχοτριχοκοπίζω — (Μ) κόβω τα νύχια και τα μαλλιά κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι + τρίχα + θ. κοπ τού κόπτω, κατά τα ρήματα σε ίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 38νυχοτριχοκουρεύω — (Μ) κόβω τα νύχια και τα μαλλιά κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι + τρίχα + κουρεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 39νύχισμα — νύχισμα, τὸ (Μ) γρατσουνιά από νύχι, νυχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νυχίζω < αρχ. ὀνυχίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 40ξεζνιχίζω — (Μ) (σχετικά με θυσία πτηνών στην ΠΔ) τσιμπώ με το νύχι ή τρυπώ με αιχμηρό όργανο τον λαιμό τού πτηνού χωρίς να αποκόψω εντελώς το κεφάλι από το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ζνίχι(ον) «τράχηλος, σβέρκος»] …

    Dictionary of Greek