το νύχι

  • 21αποκνίζω — ἀποκνίζω (Α) [κνίζω] 1. κόβω κάτι με το νύχι, γρατζουνώ 2. αφαιρώ …

    Dictionary of Greek

  • 22απόκνισμα — ἀπόκνισμα, το (Α) [αποκνίζω] μικρό κομμάτι, τόσο όσο μπορεί να κόψει κανείς με το νύχι …

    Dictionary of Greek

  • 23δάχτυλο — Καθένα από τα πέντε άκρα των ποδιών και των χεριών στους ανθρώπους και σε πολλά ζώα. δ. δρομέα. Επώδυνη αιμορραγία κάτω από το νύχι του δ. του ποδιού, που οφείλεται σε τραυματισμό της βάσης του νυχιού. Προκαλείται από άμεσο χτύπημα ή από την… …

    Dictionary of Greek

  • 24δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …

    Dictionary of Greek

  • 25καγκουρό — Κοινή ονομασία διαφόρων θηλαστικών της οικογένειας των μακροποδιδών, της τάξης των μαρσιποφόρων. Με τη στενή έννοια της λέξης, ορίζονται ως κ. τα μεγάλα είδη του γένους Μacropus, που είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία και σε ορισμένα …

    Dictionary of Greek

  • 26καλαγκάθι — το 1. κοινή ονομασία τής φλεγμονής που σχηματίζεται δίπλα σε νύχι τού χεριού ή τού ποδιού και καταλήγει σε απόστημα και διαπύηση 2. κοινή ονομασία ειδών τών γενών κενταύριο, καρλίνα, κνίκος …

    Dictionary of Greek

  • 27κοιλώνυξ — κοιλῶνυξ, ὁ, ἡ (Α) (για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ῶνυξ (< ὄνυξ «νύχι»), πρβλ. αιγ ώνυξ, χαλκ ώνυξ. Το ω λόγω τής συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 28λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 29μεθύστρα — η 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού 2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική 3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. στρα (πρβλ. βυζά στρα, πλύ …

    Dictionary of Greek

  • 30μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… …

    Dictionary of Greek