το νύχι

  • 11μονώνυχος — η, ο και μώνυχος, η, ο (ΑΜ μονώνυχος, ον και μώνυχος, ον, Α και μώνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ) (για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωνυχος / ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 12μώνυξ — μῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ (Α) (για ζώα) μονώνυχος, που έχει ένα μόνο νύχι, μία οπλή σε κάθε πόδι (α. «μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ. β. «μώνυχες ὗες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παλαιότερη ετυμολόγηση, η λ. μῶνυξ < *μον(ο) ονυξ, με ανομοιωτική… …

    Dictionary of Greek

  • 13ονυχία — η 1. ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τής κοίτης τού νυχιού ή τού δέρματος γύρω από το νύχι (α. «υπονύχια ονυχία» φλεγμονή τής κοίτης τού νυχιού β. «περιονύχια ονυχία» ή «παρωνυχία» φλεγμονή τού δέρματος γύρω από το νύχι) 2. ζωολ. γένος δεκάποδων… …

    Dictionary of Greek

  • 14ονυχαίος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νύχι 2. φρ. «ονυχαία αύλακα» η τοξοειδής αύλακα τού άκρου τών δακτύλων όπου προσφύεται το νύχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνυχας (Ι) + κατάλ. αίος] …

    Dictionary of Greek

  • 15Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …

    Wikipédia en Français

  • 16Liste Swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …

    Wikipédia en Français

  • 17Liste swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …

    Wikipédia en Français

  • 18άχηλος — ἄχηλος, ον (Α) [χηλή] (για ζώα) αυτός που δεν έχει χηλή, νύχι σχισμένο στα δύο …

    Dictionary of Greek

  • 19αετονύχης — και αϊτονύχης, α και ισσα, ικο 1. αυτός που έχει νύχια σαν τού αετού συνήθως χρησιμοποιείται μτφ. για πρόσωπα με τη σημ. «άρπαγας, κλέφτης, κατεργάρης» 2. έξυπνος επιτήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αετός + νύχι] …

    Dictionary of Greek

  • 20αιγώνυχον — αἰγώνυχον, το (Α) 1. νύχι κατσίκας 2. κατά τον Διοσκορίδη, φυτό που λέγεται και λιθόσπερμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ –αἰγὸς + ὄνυξ] …

    Dictionary of Greek