το ναυάγιο

  • 21έρμαιο — το (AM ἕρμαιον) μσν. νεοελλ. οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων») νεοελλ. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή… …

    Dictionary of Greek

  • 22αλιφθερώ — ἁλιφθερῶ ( όω) (Α) καταστρέφω με ναυάγιο ή απλώς καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ἁλιφθυρῶ (πρβλ. ἁλιφθόρος), πιθ. από ετυμολ. επίδραση τύπων τού φθείρω (πρβλ. φθερῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 23αλιφθορία — ἁλιφθορία, η (Α) [ἁλιφθόρος] καταστροφή που προκαλείται από τη θάλασσα, ναυάγιο …

    Dictionary of Greek

  • 24ερείπιο — το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, ον) [ερείπω] 1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα 2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή… …

    Dictionary of Greek

  • 25εύπολις — (; – 411 π.Χ.). Αθηναίος ποιητής της αττικής κωμωδίας. Ήταν αντίπαλος του Αριστοφάνη και του Κρατίνου. Συνέθεσε 17 κωμωδίες και νίκησε επτά φορές σε δραματικούς αγώνες· το 421, με τους Κόλακες, νίκησε σε διαγωνισμό τον Αριστοφάνη, ο οποίος… …

    Dictionary of Greek

  • 26θαλασσογραφία — Είδος ζωγραφικής που αντλεί θέματα από τη θάλασσα και ονομασία του πίνακα που αναφέρεται σε αυτήν. Αρχικά η θάλασσα αποτελούσε μέρος του τοπίου ενός πίνακα, σύντομα όμως έγινε το αποκλειστικό στοιχείο έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών. Πρώτοι… …

    Dictionary of Greek

  • 27καραβοθαλασσοπνιγμένος — καραβοθαλασσοπνιγμένος, η, ον (Μ) αυτός που έχει πνιγεί σε ναυάγιο …

    Dictionary of Greek

  • 28καταναυαγώ — καταναυαγῶ, έω (Α) ναυαγώ, οδηγούμαι σε πλήρες ναυάγιο …

    Dictionary of Greek

  • 29ναυάγισμα — το συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στη μετατύπωση τής Φυλλάδας τού Σεβάχ Θαλασσινού] …

    Dictionary of Greek

  • 30ναυήγιον — ναυήγιον, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. ναυάγιο …

    Dictionary of Greek