το μυστικό

  • 81κουδουνίζω — και κουδουνάω (Μ κουδουνίζω) [κουδούνι] 1. χτυπώ το κουδούνι («κουδουνίζω μια ώρα και δεν μού ανοίγουν») 2. αναδίδω μεταλλικό ήχο σαν τού κουδουνιού («όλο το πρωί κουδούνιζε το ξυπνητήρι, αλλά δεν μπορούσα να ξυπνήσω») 3. διαδίδω μυστικό 4. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 82κουρφεύω — και κουρφεύγω και κρουφεύγω [κουρφός] 1. κρατώ κάτι μυστικό, κρύβω κάτι («ό,τι κι αν εκρούφευγα, ξεύρουν το στο παλάτι», Ερωτόκρ.) 2. μέσ. κουρφεύομαι μένω άγνωστος 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρφεμένος, η, ο(ν) κρυφός, μυστικός …

    Dictionary of Greek

  • 83κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ …

    Dictionary of Greek

  • 84κρυπτογραφία — Σύστημα γραφής μηνυμάτων με σκοπό τη μυστική αναμετάδοσή τους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα σύνολο κειμένων, πινάκων, κλειδιών και μηχανισμών διαφόρων τύπων, που επιτρέπουν να μεταβάλλεται ένα φανερό μήνυμα σε κρυπτογραφημένο ή αντίστροφα.… …

    Dictionary of Greek

  • 85κρυπτώνυμο — το το μυστικό όνομα με το οποίο είναι γνωστός κάποιος μόνο σε μυημένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτ(ο) * + ώνυμο (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. πολυ ώνυμο, ψευδ ώνυμο. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… …

    Dictionary of Greek

  • 86κρυφαγαπιέμαι — αγαπώ κάποιον και με αγαπά κρυφά, χωρίς να τό ξέρουν άλλοι, κρατώ μυστικό τον έρωτά μου …

    Dictionary of Greek

  • 87κρυφιόμυστος — κρυφιόμυστος, ον (AM) αυτός στον οποίο μυείται κάποιος με μυστικό τρόπο, κρυφά («θεωρίας ἤντλησας κρυφιομύστους και πιοτοῑς μετέδωκας», Μηναί.). επίρρ... κρυφιομύστως (AM) με ή από κρυφή μύηση μσν. κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + μυστος (< μυώ) …

    Dictionary of Greek

  • 88κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… …

    Dictionary of Greek

  • 89κρυψίλογος — κριψίλογος, ον (Α) αυτός που κρατά κάτι μυστικό, εχέμυθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + λόγος (< λέγω), πρβλ. ευρυσί λογος, υπόλογος] …

    Dictionary of Greek

  • 90κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… …

    Dictionary of Greek