το μυστικό

  • 61εμβρυουλκός — Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο μαιευτήρας για να διευκολύνει απλώς ή να φέρει σε πέρας τον τοκετό, όταν ειδικές συνθήκες, που εξαρτώνται είτε από τη μητέρα είτε από το έμβρυο, εμποδίζουν τη φυσιολογική του εξέλιξη. Παρά τις αόριστες αναφορές σχετικά …

    Dictionary of Greek

  • 62εξαγγέλλω — (AM ἐξαγγέλλω) νεοελλ. ανακοινώνω, μεταδίδω απόφαση ή είδηση με επισημότητα μσν. εκθέτω στον εξομολόγο, εξομολογούμαι αρχ. (ενεργ. και μέσ.) 1. αναγγέλλω ή ανακοινώνω κάτι, ιδίως μυστικό ή σπουδαία πληροφορία (α. «ἵν ἐξαγγέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ… …

    Dictionary of Greek

  • 63εξαγορευτής — και ξαγορευτής, ο (AM ἐξαγορευτής) [εξαγορεύω] μσν. νεοελλ. εξομολόγος αρχ. αυτός που ανακοινώνει μυστικό …

    Dictionary of Greek

  • 64εξαγορεύω — και ξαγορεύω (AM ἐξαγορεύω) [αγορεύω] 1. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι υπό εχεμύθεια 2. (για πνευματικό) εξομολογώ 3. λέω φανερά, αποκαλύπτω με σαφήνεια 4. αποκαλύπτω κάτι μελλοντικό 5. μέσ. εξαγορεύομαι εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 65επικεύθω — ἐπικεύθω (Α) (πάντ. με άρν.) κρύβω, κρατώ μυστικό («τῷ τοι... ἐρέω ἔπος, ούδ’ ἐπικεύσω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεύθω «καλύπτω, αποκρύπτω»] …

    Dictionary of Greek

  • 66ερμητισμός — Τάση της λογοτεχνίας στην οποία ο συγγραφέας προσπαθεί να παρουσιάσει ένα σύνολο γεγονότων ή παραστάσεων –ακόμα και ιδεών– των οποίων το μυστικό ουσιαστικά μόνο εκείνος γνωρίζει. Η τάση αυτή επισημαίνεται κυρίως στην ποίηση και προϋποθέτει… …

    Dictionary of Greek

  • 67εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 68εφτασφράγιστος — η, ο 1. πολύ καλά σφραγισμένος 2. μτφ. αυτός που κρύβεται, που ασφαλίζεται καλά («εφτασφράγιστο μυστικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + σφραγίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 69εχέμυθος — η, ο (ΑΜ ἐχέμυθος, ον) αυτός που κρατάει για τον εαυτό του το μυστικό που τού έχει εμπιστευθεί κάποιος, ο μυστικός, ο σιωπηλός αρχ. μυθικός, μυθώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + μύθος] …

    Dictionary of Greek

  • 70εχεμυθώ — ἐχεμυθῶ, έω (Α) [εχέμυθος] είμαι εχέμυθος, κρατώ το μυστικό που μού εμπιστεύθηκαν, σιωπώ («τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα», Ιάμβλ.) …

    Dictionary of Greek