το μυστικό
41Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …
42ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… …
43αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …
44ακονάκι — Παλιό παιδικό παιχνίδι, στην περιοχή της Αιτωλίας. Η λέξη προέρχεται από το όνομα ενός μικρού μαύρου φιδιού. Στο παιχνίδι αυτό, τα παιδιά σχημάτιζαν κύκλο σε απόσταση περίπου μισού μέτρου το ένα από το άλλο και με τη ράχη τους στραμμένη προς τα… …
45ακριτομυθώ — (Μ ἀκριτομυθῶ έω) [ἀκριτόμυθος] νεοελλ. αποκαλύπτω μυστικό ή απόρρητα από επιπολαιότητα, είμαι ακριτόμυθος μσν. φλυαρώ ασυνάρτητα και απερίσκεπτα, μωρολογώ …
46ακριτόμυθος — ο (Α ἀκριτόμυθος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που τού έχουν εμπιστευθεί αρχ. 1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα 2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + μυθος… …
47αμαθήτευτος — η, ο [μαθητεύω] 1. αυτός που δεν μαθήτευσε κάπου, ο αδίδακτος 2. που δεν μαθεύτηκε, δεν κοινολογήθηκε «μυστικό αμαθήτευτο» …
48ανάμεσα — και αναμεσά και ανάμεσο και αναμεσό(ν) επίρρ. 1. τοπ. α) μεταξύ, στο μεταξύ β) στο μέσον, διά μέσου 2. χρον. κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, στο μεταξύ διάστημα 3. (για πρόσωπα ή πράγματα) στις μεταξύ τους σχέσεις 4. φρ. «ανάμεσα στ άλλα», εκτός από τα …
49αναμεταξύ — επίρρ. (Α ἀναμεταξύ) 1. τοπ. ανάμεσα, μεταξύ, στο μέσο 2. χρον. μεταξύ δύο χρονικών σημείων, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ μσν. νεοελλ. (για σχέση προσώπων) μεταξύ νεοελλ. «αυτό να μείνει αναμεταξύ μας», δηλ. κρυφό, μυστικό ανάμεσά μας …
50αποκρύπτω — κ. κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. κρύβω) 1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό 2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιου νεοελλ. αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικό αρχ. μσν. επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του αρχ. φρ. 1. «ἀποκρύπτω …