το μυστικό

  • 121τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …

    Dictionary of Greek

  • 122υποκρύπτω — ὑποκρύπτω ΝΑ νεοελλ. αποκρύπτω αρχ. 1. χώνω, κρύβω κάτι κάτω από κάτι άλλο, καλύπτω, σκεπάζω 2. μεσ. ὑποκρύπτομαι κρατώ κάτι μυστικό από κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 123υφαιρώ — ὑφαιρῶ, έω, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑπαιρέω, Α [αἱρῶ] 1. αποσπώ κάτι κρυφά και επιτήδεια, υποκλέπτω, λαθροχειρώ 2. αφαιρώ ένα ποσόν από το σύνολο στο οποίο ανήκει, μειώνω την αξία ή την ποσότητα ενός όλου αρχ. 1. κυριεύω κάποιον εσωτερικά («τοὺς δ ἄρ ὑπὸ …

    Dictionary of Greek

  • 124φανερώνω — φανερῶ, όω, ΝΜΑ [φανερός] 1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω 2. αποκαλύπτω νεοελλ. 1. δηλώνω, σημαίνω («τα λόγια του φανερώνουν μεγάλη αγάπη για τη ζωή») 2. (σχετικά με μυστικό) μαρτυρώ αρχ. 1. κάνω γνωστό, κάνω περίφημο κάτι 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 125φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …

    Dictionary of Greek

  • 126φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …

    Dictionary of Greek

  • 127χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… …

    Dictionary of Greek

  • 128Αγνοδίκη — (4ος αι. π.Χ.).Η πρώτη γιατρός της αρχαίας Αθήνας. Επειδή απαγορευόταν η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος από γυναίκες και πολλές εγκυμονούσες προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να εξεταστούν από άνδρα γιατρό, η Α., μεταμφιεσμένη σε άνδρα,… …

    Dictionary of Greek