το μυστικό

  • 101ντελαλίζω — και ντελαλώ και τελαλίζω και τελαλώ [ντελάλης] 1. διαλαλώ, διατυμπανίζω 2. μτφ. διαδίδω μυστικό …

    Dictionary of Greek

  • 102ντουντούκα — η, και ντουντούκι, το 1. φλογέρα 2. μετάλλινος κωνικός σωλήνας με τον οποίο ενισχύεται η φωνή αυτού που μιλάει, ώστε να μπορεί να ακουστεί σε μεγάλη απόσταση, τηλεβόας 3. σειρήνα 4. φρ. «βγάζω ντουντούκα» διατυμπανίζω μυστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ …

    Dictionary of Greek

  • 103ξεφανερώνω — 1. κάνω κάτι να γίνει φανερό 2. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι («δεν είναι πόνος να πονεί... σαν την αγάπη την κρυφή, που δεν ξεφανερώνει», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ φανερώνω (αόρ. ἐξ εφανέρωσα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …

    Dictionary of Greek

  • 104παρασύνθημα — το, ΝΑ νεοελλ. 1. στρ. η δεύτερη από δύο προκαθορισμένες λέξεις που αποτελούν το πλήρες σύνθημα και χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση τού αξιωματικού ή υπαξιωματικού που ενεργεί έφοδο για έλεγχο τών φυλακίων 2. ναυτ. προσυμφωνημένο μυστικό σήμα …

    Dictionary of Greek

  • 105παραφρυκτωρώ — έω, Α δίνω μυστικό μήνυμα στον εχθρό με πυρσούς, ειδοποιώ προδοτικά τους εχθρούς με πυρσούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρυκτωρῶ «δίνω σήμα με πυρσούς»] …

    Dictionary of Greek

  • 106ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… …

    Dictionary of Greek

  • 107ρεποζιτόριο — το, Ν εκκλ. μυστικό θησαυροφυλάκιο τών καθολικών ναών, όπου φυλάγονται τα τιμαλφή, ιερά σκεύη ή άμφια, ταμείο κειμηλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. repositorium «τράπεζα» < repono «αποθέτω»] …

    Dictionary of Greek

  • 108ρουφιάνος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Σεπτεμβρίου. * * * ο, θηλ. ρουφιάνα, Ν 1. μαστροπός, προαγωγός 2. συκοφάντης, διαβολέας, σκευωρός, μηχανορράφος, ραδιούργος 3. αυτός που αποκαλύπτει για δικό του… …

    Dictionary of Greek

  • 109σιγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σιγά Α παντελής έλλειψη θορύβου, φωνής ή ήχου, απόλυτη ησυχία, σιωπή («θα τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον πεθαμένο ποιητή») νεοελλ. 1. (ειδικά) η απουσία ομιλίας 2. φρ. α) «τηρώ σιγή ιχθύος» δεν μιλώ καθόλου, δεν βγάζω… …

    Dictionary of Greek

  • 110σιγώ — σιγῶ, άω, ΝΜΑ [σῑγα] 1. τηρώ σιγή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω, σιωπώ («σίγα, μή τις τ ἄλλος Ἀχαιῶν τοῡτον ἀκούσῃ μῡθον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγμ.) καταπαύω, ησυχάζω, σταματώ (α. «σίγησαν τα μίση» β. «σίγησε η θύελλα» γ. «σιγῶν δ ὄλεθρος καὶ μέγα… …

    Dictionary of Greek