το μυστικό

  • 11μυστικότητα — η 1. το να είναι ή να τηρείται κάτι μυστικό 2. το να κρατάει κάποιος ένα μυστικό, η εχεμύθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός. Η λ., στον λόγιο τ. μυστικότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …

    Dictionary of Greek

  • 12νιπτήρας — και νιφτήρας, ο (ΑΜ νιπτήρ, ῆρος, Μ και νιπτήρας, ό, και νιπτήρα, ἡ) 1. λεκάνη για νίψιμο 2. εκκλ. σκεύος που βρίσκεται κοντά στην αγία πρόθεση τού ιερού βήματος τού ναού, για να πλένουν οι ιερείς τα χέρια τους πριν από τη θεία λειτουργία, πράξη… …

    Dictionary of Greek

  • 13ρούνοι — οι, Ν σημεία γραφής τών αρχαίων βορειογερμανικών φύλων, από μετασχηματισμό τού ελληνικού και τού λατινικού αλφαβήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rune < αρχ. αγγλ. run «μυστικό, μυστήριο» < γοτθ. runa «μυστικό, μυστήριο»] …

    Dictionary of Greek

  • 14σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ …

    Dictionary of Greek

  • 15Δαλιδά — Βιβλικό πρόσωπο. Εταίρα από τη Γάζα, στην κοιλάδα του Σωρήν, η οποία είχε συνδεθεί ερωτικά με τον Ισραηλίτη Σαμψών, την εποχή των αγώνων του κατά των Φιλισταίων. Οι συμπατριώτες της την έπεισαν να μάθει το μυστικό της δύναμης του Σαμψών. Όταν… …

    Dictionary of Greek

  • 16Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… …

    Dictionary of Greek

  • 17Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …

    Dictionary of Greek

  • 18Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek

  • 19Καντούνης, Νικόλαος — (Ζάκυνθος 1767 – 1834). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής. Δεν είναι βέβαιο αν όφειλε τη ζωγραφική του εκπαίδευση σε μια σύντομη μαθητεία του κοντά στον Νικόλαο Κουτούζη ή αν, όπως αναφέρει η… …

    Dictionary of Greek

  • 20Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… …

    Dictionary of Greek