το μοσχοσάπουνο

  • 1μοσχοσάπουνο — και μοσκοσάπουνο, το αρωματισμένο σαπούνι …

    Dictionary of Greek

  • 2μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… …

    Dictionary of Greek

  • 3μοσκοσάπουνο — το βλ. μοσχοσάπουνο …

    Dictionary of Greek