το μονό
1μόνο — επίρρ. τροπ., αλλά, όμως, ωστόσο, μονάχα: Παίξε στην αυλή, μόνο πρόσεξε να μη λερωθείς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2μονο- — α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετικό γίνεται μια φορά ή είναι ένα: Μονοετής, μονόφθαλμος, μονοκατοικία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3κιτρολέ(ι)μονο — το ο καρπός τής κιτρολε(ϊ)μονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο + λέ(ι)μονο (< λε(ϊ)μόνι), πρβλ. γλυκο λέ(ι)μονο, ξυνο λέ(ι)μονο] …
4βαρυφαίνομαι — (μόνο στο γ πρόσ.) φαίνεται βαρύ, δυσάρεστο …
5δαμαλουρικό — μόνο στη φράση «δαμαλουρικό οξύ» οξύ μείγμα που αποχωρίζεται από τα ούρα των αγελάδων …
6αγωνιώ — (μόνο στον ενεργ. ενεστ. και πρτ.), κατέχομαι από αγωνία, ανησυχώ πολύ: Αγωνιά για να μάθει τα αποτελέσματα των εξετάσεων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7αδυνατώ — (μόνο στον ενεστ. και τον πρτ.), δεν μπορώ να κάνω κάτι, είμαι ανίκανος για κάτι: Μια τέτοια πράξη αδυνατώ να την κάνω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8αμπελουργώ — (μόνο ενεστ. και πρτ.), αμτβ., καλλιεργώ αμπέλια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9αναλογώ — (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), έχω αναλογία, ομοιότητα προς κάτι άλλο: Να πληρώσει κι αυτός ό,τι του αναλογεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10ανοηταίνω — (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), είμαι ανόητος, λέγω ή κάνω ανοησίες: Πάψε πια να ανοηταίνεις, μεγάλωσες! …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)