το μηδαμινό
1αθερίζω — ἀθερίζω (Α) δίνω μικρή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, αδιαφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε παράγεται από αρχ. τ. *ἄθερος, που θα συνδεόταν προς το αρχ. ινδ. adhara και θα σήμαινε όπως αυτό «τον μηδαμινό, ανάξιο λόγου», είτε συνδέεται προς… …
2διαφαυλίζω — (Α) θεωρώ κάτι ευτελές, μηδαμινό, εξευτελίζω …
3εκφλαυρίζω — ἐκφλαυρίζω (Α) εκφαυλίζω, εξευτελίζω, καθιστώ κάτι μηδαμινό, ανάξιο λόγου …
4εναπομωραίνω — ἐναπομωραίνω (Μ) απομωραίνω, εξευτελίζω κάτι, το καθιστώ μωρό ή μηδαμινό …
5λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …
6μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… …
7ουδαμού — (Α οὐδαμοῡ) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά («οὐδαμοῡ γῆς», Ηρόδ.) αρχ. 1. κατ ουδένα τρόπο, ουδαμώς 2. φρ. α) «οὐδαμοῡ λέγω τινά» θεωρώ κάποιον ως μηδαμινό β) «οὐδαμοῡ νομίζω» δεν παραδέχομαι καθόλου γ) «οὐδαμοῡ εἰμι» ή «οὐδαμοῡ φαίνομαι» δεν… …
8πάτημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου. * * * το, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.) 2. η ενέργεια τού πατώ, το… …
9παρεξουδενώ — έω, Α 1. παρεξουθενώ*. θεωρώ κάτι μηδαμινό 2. εκμηδενίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξουδενῶ «εξευτελίζω, εκμηδενίζω»] …
10παρεξουθενώ — έω, Α θεωρώ κάτι μηδαμινό και ασήμαντο, περιφρονώ σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξουθενῶ «περιφρονώ, εκμηδενίζω»] …
- 1
- 2