το μέλλον

  • 121αργά — (Μ ἀργά) επίρρ. [αργός II] 1. σιγά, χωρίς βιασύνη 2. άκαιρα, παράκαιρα 3. το βραδάκι 4. μετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας 5. σε προχωρημένη βραδινή ώρα 6. ως ουσ. το βράδι 7. φρ. α) «αργά ή γρήγορα» κάποτε στο μέλλον αλλά εξάπαντος β) «κάλλιο… …

    Dictionary of Greek

  • 122αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …

    Dictionary of Greek

  • 123αστραγαλόμαντις — ἀστραγαλόμαντις, η (Α) αυτή που προβλέπει το μέλλον χρησιμοποιώντας αστραγάλους, κότσια …

    Dictionary of Greek

  • 124αστρολογώ — (AM ἀστρολογῶ, έω) [αστρολόγος] νεοελλ. μαντεύω το μέλλον με την παρατήρηση των άστρων αρχ. 1. ασχολούμαι με την αστρονομία 2. «τα αστρολογούμενα» πραγματείες σχετικές με τα ουράνια σώματα …

    Dictionary of Greek

  • 125αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …

    Dictionary of Greek

  • 126αστρονομώ — (AM ἀστρονομῶ, έω) [αστρονόμος] ασχολούμαι με την αστρονομία μσν. νεοελλ. μαντεύω το μέλλον παρατηρώντας τ άστρα νεοελλ. προσπαθώ να μαντέψω τον καιρό αρχ. παθ. «ὡς νῡν ἀστρονομεῑται» όπως ασκείται τώρα η αστρονομία …

    Dictionary of Greek

  • 127ασυνείδητο — Ο όρος α. ως επίθετο χαρακτηρίζει ένα ψυχικό περιεχόμενο του οποίου δεν έχουμε συναίσθηση· ως ουσιαστικό υποδηλώνει ένα μέρος του ψυχικού μηχανισμού, που βρίσκεται έξω από τη συνείδηση. Οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας (Σωκράτης, Πλάτων: μύθος του… …

    Dictionary of Greek

  • 128αφού — (σύνδ. χρον. και αιτιολ.) 1. (για το παρελθόν) αμέσως έπειτα από κάτι που συνέβη, από τη στιγμή που... 2. (για το μέλλον) ύστερα από κάτι που θα συμβεί 3. (αιτιολ.) εφόσον, επειδή, μια και 4. (με εναντιωματική σημ.) ενώ, αν και, εφόσον. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek