το μέλλον

  • 111αισιοδοξία — η 1. το να ελπίζει κανείς σε ένα ευνοϊκό αίσιο μέλλον 2. φιλοσοφική κοσμοθεωρία, κατά την οποία ο κόσμος βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και το καλό εξουσιάζει σ αυτόν, οπτιμισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισιόδοξος απόδοση στα Ελληνικά (κατά τον 19ο αι.)… …

    Dictionary of Greek

  • 112αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… …

    Dictionary of Greek

  • 113ακατάστρωτος — η, ο [καταστρώνω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταστρωθεί σύμφωνα με τις επιταγές τής λογικής «ακατάστρωτο πρόβλημα» 2. εκείνος που δεν έχει ερευνηθεί με περίσκεψη ή δεν έχει διατυπωθεί λεπτομερώς «τα σχέδια του για το μέλλον είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 114αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …

    Dictionary of Greek

  • 115αμνοσκοπία — η είδος μαντείας, κατά την οποία προσπαθούν να προμαντέψουν το μέλλον εξετάζοντας τα οστά τής ωμοπλάτης τού αμνού, που σφάζεται σε ορισμένες επίσημες ημέρες. Μολονότι η λέξη δεν μαρτυρείται κατά την αρχαιότητα, η αμνοσκοπία θα πρέπει να αναχθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 116ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …

    Dictionary of Greek

  • 117αναλογίζομαι — (Α ἀναλογίζομαι) (Ν και αναλογιέμαι) 1. σκέφτομαι γεγονότα τού παρελθόντος, ξαναθυμάμαι, φέρνω στον νου μου, αναπολώ 2. σκέφτομαι κάτι που αναφέρεται στο μέλλον, υπολογίζω, λογαριάζω αρχ. 1. ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω 2. κάνω μαθηματικόν… …

    Dictionary of Greek

  • 118αντίφαση — Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β. Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου …

    Dictionary of Greek

  • 119απαισιόδοξος — η, ο αυτός που αντιμετωπίζει τα πάντα από την κακή τους όψη και προβλέπει το μέλλον θλιβερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αισιόδοξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών] …

    Dictionary of Greek

  • 120απόθεμα — Η ποσότητα προϊόντων που φυλάσσεται στις αποθήκες μιας εμπορικής επιχείρησης και προορίζεται για την αγορά. Περιλαμβάνει τα τελικά προϊόντα διάθεσης, τα ημικατεργασμένα προϊόντα και τις πρώτες και βοηθητικές ύλες. Ενδέχεται τα προϊόντα αυτά (ή… …

    Dictionary of Greek