το λαχανοπωλείο
1λαχανοπωλείο — το (AM λαχανοπωλεῑον Α και λαχανοπώλιον) [λαχανοπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται λαχανικά, μανάβικο …
2λαχανοπωλείο — το το μανάβικο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3λαχανοπωλικός — λαχανοπωλικός, ή, όν (Α) [λαχανοπώλης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λαχανοπωλείο ή σε λαχανοπώλη …
4λαχανοπώλιον — λαχανοπώλιον, τὸ (Α) βλ. λαχανοπωλείο …
5μανάβικο — το [μανάβης] κατάστημα πώλησης λαχανικών και φρούτων, λαχανοπωλείο, οπωροπωλείο …